ἑρκοῦρος

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκοῦρος Medium diacritics: ἑρκοῦρος Low diacritics: ερκούρος Capitals: ΕΡΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: herkoûros Transliteration B: herkouros Transliteration C: erkoyros Beta Code: e(rkou=ros

English (LSJ)

ἑρκοῦρον, watching an enclosure, AP12.257 (Mel.,ὁρκοῦρος cod.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
gardien d'un enclos.
Étymologie: ἕρκος, οὖρος².

Russian (Dvoretsky)

ἑρκοῦρος: и ἕρκουροςстраж ограды Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκοῦρος: -ον, ὁ φυλάττων ἕρκος τι ἢ περίβολον, Ἀνθ. Π. 12. 257 (τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσιν ὁρκοῦρος).

Greek Monolingual

ἑρκοῦρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ- του έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)].

Greek Monotonic

ἑρκοῦρος: -ον, φύλακας του περίβολου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἑρκ-οῦρος, ον
watching an enclosure, Anth.