ἑρκοῦρος
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
ἑρκοῦρον, watching an enclosure, AP12.257 (Mel.,ὁρκοῦρος cod.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
gardien d'un enclos.
Étymologie: ἕρκος, οὖρος².
Russian (Dvoretsky)
ἑρκοῦρος: и ἕρκουρος ὁ страж ограды Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρκοῦρος: -ον, ὁ φυλάττων ἕρκος τι ἢ περίβολον, Ἀνθ. Π. 12. 257 (τὰ Ἀντίγρ. ἔχουσιν ὁρκοῦρος).
Greek Monolingual
ἑρκοῦρος, -ον (Α)
αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έρκ- του έρκος «φραγμός» + ούρος «φύλαξ» (< ορώ)].
Greek Monotonic
ἑρκοῦρος: -ον, φύλακας του περίβολου, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἑρκ-οῦρος, ον
watching an enclosure, Anth.