ὄργανος

Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

η, ον,

   A working, forming, ὀργάνη χείρ E.Andr.1014 (s.v.l.): Ὀργάνη as epith. of Athena, BCH52.52 (Thasos, v B.C.), IG2.1329, Hsch., Phot. ; cf. ἐργάνη.

German (Pape)

[Seite 369] bildend, χείρ, Eur. Andr. 1015. S. auch ὀργάνη.

Greek (Liddell-Scott)

ὄργανος: -η, -ον, ὁ ἐργαζόμενος, κατασκευάζων, ὀργάνη χείρ Εὐρ. Ἀνδρ. 1015. - Ὀργάνη, «ἡ Ἀθηνᾶ, ἣν καὶ Ἐργάνην ἀπὸ ἔργων λέγουσιν» Ἡσύχ., Φώτ.· πρβλ. ἐργάνη.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
actif, industrieux.
Étymologie: R. Ϝεργ, travailler ; cf. ἔργον.

Greek Monotonic

ὄργανος: -η, -ον (*ἔργω), εργαζόμενος, ὀργάνη χείρ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄργᾰνος: деятельный или производящий, созидающий (χείρ Eur.).

Middle Liddell

ὄργανος, η, ον [*ἔργω
working, ὀργάνη χείρ Eur.