πάντρομος

Revision as of 05:13, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A all-trembling, timid, πελειάς A.Th.294 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 465] ganz zitternd, πελειάς, Aesch. Spt. 276, v. l. πάντροφος.

Greek (Liddell-Scott)

πάντρομος: -ον, ὅλως τρέμων, ἴδε ἐν λ. πάντροφος,

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout tremblant.
Étymologie: πᾶν, τρέμω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τρέμει πολύ, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τρόμος (πρβλ. έντρομος)].

Greek Monotonic

πάντρομος: -ον (τρέμω), αυτός που τρέμει ολόκληρος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάντρομος: весь дрожащий (от страха), чрезвычайно робкий (πελειάς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάντρομος -ον [πᾶς, τρέμω] bang, schichtig.

Middle Liddell

πάν-τρομος, ον, τρέμω
all-trembling, Aesch.