ολόκληρος
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ολόκληρος, -ον)
1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.)
2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά ολόκληρη περιουσία»)
3. φρ. «εξ ολοκλήρου» ολοσχερώς, εντελώς
νεοελλ.
1. (συν. στον εν.) σύμπας, άπας, όλος («ολόκληρη η πόλη καταστράφηκε με τον σεισμό»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ολόκληρο
μουσ. η μεγαλύτερη ρυθμική αξία στη σύγχρονη ευρωπαϊκή μουσική που ισούται με 4 τέταρτα ή δύο ημίση.
επίρρ...
ολοκλήρως (ΑΜ ὁλοκλήρως)
εντελώς, καθ' ολοκληρίαν, ολοσχερώς, ολωσδιόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κλῆρος (Ι), πρβλ. πολύκληρος].