ἀγκ-

Revision as of 05:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκ-: ποιητ. (ἰδίως Ἐπ.) συγκεκομ. ἀντὶ ἀνακ-, ἐν συνθέσ. τῆς ἀνὰ μετὰ λέξεων ἀρχομένων ἀπὸ κ, ὡς ἀγκεῖσθαι ἀντὶ ἀνακεῖσθαι· πρβλ. ἄγκαθεν ΙΙ.

Spanish (DGE)

v. ἀνακ-.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκ-: эп., поэт. = ἀνα-κ- (напр. ἀγκαλέω = ἀνακαλέω).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγκ- poët. voor ἀνακ-.