ἀγκ-: ποιητ. (ἰδίως Ἐπ.) συγκεκομ. ἀντὶ ἀνακ-, ἐν συνθέσ. τῆς ἀνὰ μετὰ λέξεων ἀρχομένων ἀπὸ κ, ὡς ἀγκεῖσθαι ἀντὶ ἀνακεῖσθαι· πρβλ. ἄγκαθεν ΙΙ.
v. ἀνακ-.
ἀγκ-: эп., поэт. = ἀνα-κ- (напр. ἀγκαλέω = ἀνακαλέω).
ἀγκ- poët. voor ἀνακ-.