ἄγκαθεν
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
A Adv. in the arms, ἄγκαθεν λαβεῖν τι A.Eu.80.
2 resting on the elbows, A.Ag.3; also expl. as contr. for ἀνέκαθεν, = ἄνωθεν, on the top, cf. Sch. ad l. c., Hsch., AB337.
Spanish (DGE)
(ἄγκᾰθεν)
adv.
1 en brazos λαβεῖν βρέτας A.Eu.80.
2 de codos, de bruces κοιμώμενος στέγαις Ἀτρειδῶν ἄγκαθεν A.A.3, cf. ref. a este pasaje c. una interpr. errónea como sínc. de ἀνέκαθεν desde el principio, desde hace tiempo Sch.A.A.3a-b, Hsch.s.u. ἀγρίαθεν (ap.crít.), Phot.α 181, AB 337.
German (Pape)
[Seite 14] 1) = ἀγκάς, βρέτας ἄγκαθεν λαβών, in die Arme fassend, Aesch. Eum. 80. – 2) = ἀνέκαθεν, Aesch. Ag. 3, von oben, wo es aber auch ist: auf den Ellnbogen gestützt.
French (Bailly abrégé)
adv.
en embrassant.
Étymologie: cf. ἀγκάς.
2poét. c. ἀνέκαθεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἄγκαθεν ἀγκάς adv.
1. in de armen:. ἄγκαθεν λαμβάνειν in de armen nemen Aeschl. Eum. 80.
2. op de ellebogen:. κοιμώμενος ἄγκαθεν (voorover) liggend op mijn ellebogen Aeschl. Ag. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἄγκᾰθεν:
I adv. в объятия, обнимая: ἄ. λαβεῖν τι Aesch. обхватить что-л. руками.
II adv. (= ἀνέκαθεν) наверху, сверху: στέγης ἄγκαθεν Aesch. на кровле.
Middle Liddell
I. like ἀγκάς, in the arms, Aesch.
II. with bent arm, resting on the arm, Aesch. [not for ἀνέκαθεν, since ἀγκ- stands for ἀνακ-, never for ἀνεκ-.]
Greek Monotonic
ἄγκᾰθεν: επίρρ. όπως το ἀγκάς,
I. στην αγκαλιά, σε Αισχύλ.
II. με λυγισμένο βραχίονα, δηλ. στηριζόμενος στο βραχίονα, στον ίδ.· όχι αντί ἀνέκαθεν, εφόσον το ἀγκ- υπάρχει αντί του ἀνακ- και ουδέποτε αντί του ἀνεκ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκᾰθεν: ἐπίρρ. ὡς τὸ ἀγκάς, ἐν ταῖς ἀγκάλαις, ἄγκ. λαβεῖν τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 80. ΙΙ. κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ ἀνέκαθεν = ἄνωθεν, ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 3 (ἴδε Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Α. Β. 337. 25.)· ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ὁ Ἕρμαν ἑρμηνεύει cubito presso, μετὰ κεκαμμένου βραχίονος, δηλ. στηριζόμενος ἐπὶ τοῦ βραχίονος, ἀφ᾿ οὗ ἁπανταχοῦ τὸ ἀγκ- εὕρηται ἀντὶ τοῦ ἀνακ-, οὐδέποτε δὲ ἀντὶ τοῦ ἀνεκ-· ἀλλ’ ἴδε Schneidew. Philol. 3. σ. 117 κἑξ. ― Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 349 ἀνέκαθεν ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον.