πολλοδεκάκις

Revision as of 05:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A many tens of times, Ar.Pax243.

German (Pape)

[Seite 658] vielzehnmal, oft, Ar. Pax 243.

Greek (Liddell-Scott)

πολλοδεκάκις: [ᾰ], ἐπίρρ., πολλὰς φορὰς δεκάκις, Ἀριστοφ. Εἰρ. 243.

French (Bailly abrégé)

adv.
des dizaines de fois.
Étymologie: πολύς, δεκάκις.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. πολλές φορές δέκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλο- (βλ. λ. πολύς) + δεκάκις.

Greek Monotonic

πολλοδεκάκις: [ᾰ], επίρρ., πολλές δεκάδες φορές, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολλοδεκάκις [πολύς, δεκάκις] adv., vele tientallen malen.

Russian (Dvoretsky)

πολλοδεκάκις: (ᾰ) adv. во много раз больше, чем десятикратно, т. е. безмерно, бесконечно (π. ἄθλιος Arph.).

Middle Liddell

many tens of times, Ar.