ἀλεκτρυόνειος

Revision as of 05:59, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A of a fowl, κρέα Hp.Int.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτρυόνειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα, κρέας, Ἱππ. 645Α.

Spanish (DGE)

-ον de pollo κρέας Hp.Int.9.

Greek Monolingual

ἀλεκτρυόνειος, -ον (Α) ἀλεκτρυών
ο αλεκτόρειος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεκτρυόνειος -ον ἀλεκτρυών van een kip, kippe(n)-.