[ᾱ], α, ον,
A = Πανικός, Π. βήσσας A.Fr.98; = μανιώδης, δαίμων Hsch.
Πάνιος: [ᾱ], -α, -ον, = Πανικός, Π. βήσσας Αἰσχύλ. Ἀποσπασμ. 97.
Πάνιος: (ᾱ) посвященный Пану (βῆσσα Aesch.).