Πανικός
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
Πανική, Πανικόν,
A Panic, Pandean, of Pan or for Pan, πηγή Luc.Bacch.6.
II of fears, panic, groundless, π. δεῖμα J.BJ5.2.5; πανικόν, τό, panic, π. ἐμπεσόντος αὐτοῖς Plb.20.6.12; πανικῷ περιπεσόντες Id.5.96.3: pl. πανικά D.H.5.16; also θόρυβος ὁ καλούμενος π. D.S.14.32; π. τάραχος Plu. Caes.43, Onos.41.2, cf. Plu.2.356d, Corn.ND27, Polyaen.1.2, Sch.E. Rh.36: hence πανικόν, a canard, startling and baseless rumour, Cic. Att.14.3.1, 16.1.4; cf. πάνειον.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Pan : τάραχος PLUT terreur panique, parce que les bruits entendus dans les montagnes et les vallées étaient attribués à Pan.
Étymologie: Πάν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Πανικός en πανικός -ή -όν [Πάν] van Pan; panisch:. πανικὸς τάραχος panische verwarring Plut. Caes. 43.6.
German (Pape)
vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. θόρυβος, π. ταραχαί, π. δεῖμα und dgl., ein panischer Schreck, d.i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.
Russian (Dvoretsky)
Πᾱνικός:
1 посвященный или принадлежащий Пану (πηγή Luc.);
2 (о страхе) нагоняемый Паном, панический, т. е. безотчетный (θόρυβος Diod.; τάραχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
Πᾱνῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Πᾶνα, Πανικὴ (πηγή) Λουκ. Διόνυσος 6. ΙΙ. ἐπὶ φόβου, ὁ ἐκ τοῦ Πανὸς προερχόμενος, ἀβάσιμος, π. δεῖμα, Λατιν. lymphaticus pavor, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 2, 5, κτλ.· οὕτω, πανικόν, μόνον, πανικὸς φόβος, π. ἐμπεσόντος αὐτοῖς Πολύβ. 20. 6, 12· πανικῷ περιπεσόντες ὁ αὐτ. ἐν 5. 96, 3· (οὕτω πάνειον, Αἰν. Τακτ. 27)· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. πανικά, Διον. Ἁλ. 5. 16· ὡσαύτως, θόρυβος ὁ καλούμενος π. Διόδ. 14. 32· τάραχος π. Πλουτ. Καῖσ. 43, πρβλ. 2. 356Ε. - Ἦχοι ἀκουόμενοι διὰ νυκτὸς ἐπὶ τῶν ὀρέων καὶ ἐντὸς κοιλάδων ἀπεδίδοντο εἰς τὸν Πᾶνα ὅθεν καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς αἴτιος τοῦ αἰφνιδίου καὶ ἀβασίμου φόβου, Πολύαιν. 1. 2, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ρῆσ. 36 ὁμοία πίστις ὑπῆρχε παρὰ τοῖς Λατίνοις ὡς πρὸς τὸν θεὸν αὐτῶν Φαῦνον, Διον. Ἁλ. 5. 16.
Greek Monotonic
Πᾱνῐκός: -ή, -όν (Πάν)·
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον Πάνα, σε Λουκ.
II. λέγεται για το φόβο, πανικός, επειδή τέτοια συναισθήματα αποδίδονταν στον Πάνα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Πᾱνῐκός, ή, όν [Πάν]
I. of or for Pan, Luc.
II. of fears, panic, such fears being attributed to Pan, Plut.