Τριτώνιος
English (LSJ)
α, ον,
A Tritonian, οῖδμα Orph.H.24.6.
Greek (Liddell-Scott)
Τρῑτώνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Τρίτωνα, οἶδμα Ὀρφ. Ἁλ. 23. 6.
α, ον,
A Tritonian, οῖδμα Orph.H.24.6.
Τρῑτώνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Τρίτωνα, οἶδμα Ὀρφ. Ἁλ. 23. 6.