οἶδμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A swelling, swell, in Hom. only of water, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, of a river, with swollen waves, Il.21.234; of the sea, ὁ δ' ἔστενεν οἴδματι θύων 23.230, cf. Hes. Th.109; ἐπ' οἴδματι μάργῳ Emp. 100.7, cf. 24; περιβρυχίοισι περῶν ὑπ' οἴδμασιν S.Ant.337 (lyr.); οἶ. θαλάσσης h.Cer.14; οἶδμ' ἅλιον h.Ap.417, Pi.Fr.221 (codd. S.E.); γλαυκᾶς ἐπ' οἶδμα λίμνας S.Fr.476 (lyr.); ἐς οἶδμα πόντου E.Or.991 (lyr.); οἶδμα πόντιον Id.IA704: hence, generally, the sea, S.Ant.588 (lyr.); Τύριον, Φρύγιον οἶδμα, E.Ph.202, Hel.369 (both lyr.), etc.; ἐς οἶδμ' ἁλός Id.Hec.26; τῶν κατ' οἶδμα παρθένων the Nereids, Id.Hel.6; Αἴγαιον οἶ. Id.IA1601, cf. IT1412, al.; διὰ πόντιον οἶδμα (mock heroic) Antiph. 196.3.
II οἶδμα νότων the swelling of the south-west wind, AP9.36 (Secund.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
gonflement des vagues ; grosse vague.
Étymologie: R. Ὑδ, grossir.
German (Pape)
τό, das Angeschwollene, bes. der Wasserschwall; gew. von den sich erhebenden Wellen des Meeres; οἴδματι θύων, vom Meere, Il. 23.230, wie Hes. Th. 109, 131; von einem aufbrausenden Strome, Il. 21.234; οἶδμα θαλάσσης, H.h. Cer. 14; ἅλιον οἶδμα, H.h. Apoll. 417, wie Pind. frg. 242; περιβρυχίοισιν περῶν ὑπ' οἴδμασιν, Soph. Ant. 337; ποντίας ἁλὸς οἶδμα, 584; häufig bei Eur., allein und mit dem Zusatz πόντιον oder πόντου, ἁλός; auch Ar. Av. 250; Simonds. 86 (VII.496); einzeln bei sp.D.; auch οἶδμα Νότων, Secund. 3 (IX.36).
Russian (Dvoretsky)
οἶδμα: ατος τό
1 вздувшиеся воды, волнение, высокие валы (θαλάσσης HH; ἁλός Soph.; πόντου Eur.);
2 бурное дыхание (Νότων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
οἶδμα: τό, φούσκωμα, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐπὶ ὕδατος, ἑπομένως κῦμα, ὁ δ’ ἐπέσσυτο οἴδματι θύων, ἐπὶ ποταμοῦ, ἔχων ἐξωγκωμένα κύματα, Ἰλ. Φ. 234· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ὁ δ’ ἔστενεν, οἴδματι θύων Ἰλ. Ψ. 230, πρβλ. Ἡσ. Θ. 100· ἐπ’ οἴδματι μάργῳ Ἐμπεδ. 349, πρβλ. 367· περιβρυχίοισι περῶν ὑπ’ οἴδμασιν Σοφ. Ἀντ. 337 (λυρ.)· οἶδμα θαλάσσης Ὅμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 14· οἶδμ’ ἅλιον Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 417, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 242. 3· γλαυκᾶς ἐπ’ οἶδμα λίμνας Σοφ. Ἀποσπ. 423· ἐς οἶδμα πόντου Εὐρ. Ὀρ. 992· πόντιον Ι. Α. 704· - ἀκολούθως καθόλου, ἡ θάλασσα, Σοφ. Ἀντ. 588· Τύριον, Φρύγιον, Εὔξεινον οἶδμα Εὐρ. Φοίν. 202, Ἑλ. 369, κτλ.· ἅπαντα τὰ ἐκ τραγικῶν ποιητῶν μνημονευόμενα χωρία εἶναι λυρ., ἀλλ’ ὁ Εὐρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐν ἰαμβ. τριμέτροις, ἐς οἶδμ’ ἁλὸς Ἑκάβ. 26· τῶν κατ’ οἶδμα παρθένων, τῶν Νηρηΐδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 6· Αἰγαῖον οἶδμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1601, Ι. Τ. 1412, κ. ἀλλ.· διὰ πόντιον οἶδμα, (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ), Ἀντιφάν. ἐν «Σαπφοῖ» 1, 3. ΙΙ. οἶδμα νότων, τὸ φούσκωμα τοῦ νοτιοδυτικοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 9. 36.
English (Autenrieth)
English (Slater)
οἶδμα surge τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4.
Greek Monolingual
οἶδμα, τὸ (Α)
1. (στον Όμ.) καθετί που εξογκώνεται, που φουσκώνει και ιδίως το κύμα της θάλασσας («οἶδμ' ἅλιον» Πίνδ.)
2. (ποιητ., συνεκδ.) α) κυματώδης πόντος, φουσκωμένη θάλασσα («Φρύγιον οἶδμα», Ευρ.)
β) θυελλώδης άνεμος («χειμερίων ἄγριον οἶδμα νότων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος» (πρβλ. κυέω: κύμα) ή από τον θεματικό ενεστ. οἴδομαι].
Greek Monotonic
οἶδμα: -ατος, τό (οἰδέω), πρήξιμο, διόγκωση, φούσκωμα, οἴδματι θύων, λυσσομανώντας με φουσκωμένα κύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., σε Σοφ.· γενικά, θάλασσα, στον ίδ., Ευρ.
Middle Liddell
οἶδμα, ατος, τό, οἰδέω
a swelling, swell, οἴδματι θύων raging with swollen waves, Il.; in plural, Soph.:—generally, the sea, Soph., Eur.
English (Woodhouse)
Translations
swelling
Armenian: այտուցվածություն, ուռուցք, այտուց; Bashkir: шеш, шешеү; Bulgarian: издуване, изпъкналост, подутина; Chinese Mandarin: 腫脹/肿胀; Czech: otok; Finnish: ajettuma, pöhö, pöhöttymä, turvotus, ajetus, turvotus, pöhötys, paisuminen; French: gonflement; Galician: inchazo, inchazón; German: Anschwellen, Anschwellung, Schwellung; Greek: πρήξιμο, διόγκωση, οίδημα; Ancient Greek: ἀποίδησις, ἄσκωμα, βύκτης, διόγκωσις, διοίδησις, ἔξαρμα, ἐξόγκωμα, ἐξόγκωσις, ἐξοίδησις, ἐπανάστημα, ἔπαρμα, ἔπαρσις, ἐποίδησις, κανθύλη, κύρτωμα, ὄγκωμα, οἴδημα, οἴδησις, οἶδμα, οἶδος, παράπρισις, παροίδησις, πρῆγμα, πρηδών, πρῆσμα, σπάργησις, τύλη; Irish: at; Italian: gonfiore, gnocco; Hungarian: duzzadás; Japanese: はれ, ふくれ, はれもの; Khmer: ហើម; Latin: tumor, tumiditas, tumentia; Maori: uruhumu, pauku, uruhua, uruumu; Ottoman Turkish: شیش; Pashto: غومبه, پړسوب; Plautdietsch: Schwolst; Polish: opuchlizna, obrzęk; Portuguese: inchaço, inchação; Romanian: umflare, umflătură; Russian: опухание, опухоль, припухлость; Scottish Gaelic: atadh; Spanish: inflamación, hinchazón; Swedish: svullnad; Tamil: தடிப்பு; Tarifit: tuffett; Telugu: వాచుట, వాపు; Tibetan: སྐྲང་ཀོ; Tocharian B: yweru; Welsh: chwydd; Westrobothnian: sullne; Uyghur: گادازا, دوماق, ئۇچقۇن, ئۇششۇق, ئىششىق