-η, -ο1. αυτός που κοιμήθηκε συνέχεια, χωρίς ανεπιθύμητη διακοπή στον ύπνο του2. εκείνος από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς3. το αρσ. ως ουσ. ο αξύπνητοςο θάνατος4. μτφ. ο κοιμισμένος, αυτός που δεν ξέρει τα δικαιώματα του.