διακοπή
φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth
English (LSJ)
ἡ,
A gash, cleft, as in the skull, Hp.VC7, Gal.7.38; deep-seated wound, Id.18(1).27; διακοπαὶ σωμάτων Plu.Mar.19; severance of a musical string, Theo Sm.p.71 H.
b rupture of a blood-vessel, Gal.19.457.
II cutting or canal through an isthmus or mountain, Str.1.3.18 (pl.); through a wall or dam, BGU1188.8 (i B.C.); narrow channel or passage, LXX Jb.28.4, al., cf. J.AJ7.4.2.
III divorce, Sm.De.24.3(1).
IV metaph., breach, rupture, quarrel, LXX Jd.21.15: pl., δ. φίλων Vett.Val.3.2.
V refutation, λόγων Phld.Rh.1.11 S., al.
VI intermission, Herod.Med. ap. Orib. 6.20.19.
VII Gramm., tmesis, Charis.p.275 K.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
I gener. medic.
1 corte, fisura ἐν τῷ ὀστέῳ Hp.VC 7, ὀστέου Hp.Aph.7.24, cf. Prorrh.1.121, VC 9, Gal.7.38
•incisión, herida θάνατον ἕπεσθαι ταῖς τῶν εἰρημένων μορίων διακοπαῖς Gal.18(1).27, τῶν νεύρων τε καὶ μυῶν Gal.13.890, cf. Archig. en Gal.8.90, Aret.SD 1.7.8, Dsc.2.67, Porph.ad Il.214.10, Aët.1.293, 15.14 (p.66), τραύματα καὶ διακοπὰς σωμάτων ὑπομένουσαι Plu.Mar.19, cf. Brut.20.
2 corte completo, sección, rotura de un vaso sanguíneo, Gal.19.457, de tendones, medic. en PMich.758A.ue.9, de una cuerda musical, Theo Sm.71
•ref. pers. quebranto, destrucción δ. καὶ συντριβὴ ἀνίατος LXX Pr.6.15.
II nat. y por obra del hombre
1 tajo, garganta, barranco por el que pasa un río, Str.12.2.4, como n. de accidentes geog. ἦλθεν Δαυιδ ἐκ τῶν ἐπάνω διακοπῶν LXX 2Re.5.20, ὁ δὲ τόπος ... Ὀζᾶ δ. καλεῖται I.AI 7.82, ἐν τῷ ὄρει διακοπῶν ἀναστήσεται κύριος Sm., Thd.Is.28.21, cf. Aq.ib.
•desembocadura de un río, LXX Id.5.17.
2 canalización, canal que comunica un lago con el mar, Plb.10.10.13, hecho a través de un istmo, Str.1.3.18, δ. τῶν ὀρῶν para traída de aguas TAM 3(1).16.5 (Termeso II d.C.), cf. ICil.105.2 (Anazarbo VI d.C.)
•en sistemas de irrigación ruptura, brecha, apertura voluntaria de los diques τῶν χωμάτων POxy.1911.141, 3804.189 (ambos VI d.C.), τῶν ὑδάτων POxy.1911.194 (VI d.C.).
3 cortadura de una mina, galería LXX Ib.28.4
•brecha en un muro, I.AI 9.201, Phot.s.u. θυραίαν.
III gram. y ret.
1 corte, interrupción por introducción de un elemento ajeno, en un sintagma, Herm.Id.1.9 (p.266), en el desarrollo de la exposición, Aps.p.282, entre unas palabras y otras αἱ γὰρ διακοπαὶ πρόσφοροι τοῖς πάθεσι Sch.A.Eu.144
•tmesis Charis.275.10, Diom.460.25, Sch.Er.Il.5.161, Eust.1001.26.
2 ret. refutación ἡ δ. τῶν κατὰ μέρος λόγων Phld.Rh.1.21, cf. 7, 2.155Aur.
3 discrepancia, desacuerdo ἡ δοκοῦσα δὲ δ. τῶν εἰς Ἰεροσόλυμα ἀνόδων τοῦ Ἰησοῦ ref. a la diferencia entre las versiones ofrecidas por los distintos evangelios, Origenes Io.10.31.
IV fig.
1 ruptura, desavenencia ἐποίησεν κύριος διακοπὴν ἐν ταῖς φυλαῖς Ισραηλ LXX Id.21.15, δ. φίλων disputa entre amigos Vett.Val.3.3
•separación τὴν ἀπὸ Θεοῦ διακοπήν Basil.M.30.269A
•divorcio Sm.De.24.3.
2 interrupción οἱ τύποι (τῶν νούσων) ... διακοπὰς λαμβάνουσιν Herod.Med. en Orib.6.20.19, ἔσχε μὲν οὖν διακοπήν τινα καὶ ῥῆξιν ὁ χρόνος διὰ τὰς κοινὰς συμφοράς Eun.VS 455, cf. Phlp.in APo.396.17, c. gen. de abstr. δ. τῆς τοῦ κακοῦ συνεχείας Gr.Nyss.Or.Catech.89.8, δ. τοῦ εἱρμοῦ τῆς γραφῆς Origenes Io.6.2, cf. Cyr.Al.M.70.449A, Simp.in Ph.1312.18.
V mitad, tajo, trozo resultante de cortar algo en dos τὰς διακοπὰς ἐπ' ἄκραις ταῖς λόγχαις ἔφερεν D.S.33.14.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, das Zerschneiden, die Trennung, bes. = tiefe Wunde; Medic.; καὶ τραύματα Plut. Mar. 19; Brut. 20.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 coupure ou blessure profonde;
2 passage étroit, canal, isthme.
Étymologie: διακόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακοπή -ῆς, ἡ [διακόπτω] gapende wond.
Russian (Dvoretsky)
διακοπή: ἡ
1 глубокий порез, рубец (διακοπαὶ καὶ τραύματα Plut.);
2 канал, канава (κατὰ τὴν διακοπὴν γέφυραν κατασκευάζειν Polyb.);
3 отсечение (διακοπὰς ἐπ᾽ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.).
Greek Monolingual
η (AM διακοπή) διακόπτω
το να διακόπτεται κάτι
νεοελλ.
1. παύση, προσωρινή ή οριστική, αναστολή, σταμάτημα, λύση της συνέχειας
2. αντιλογία, ερώτηση σε ομιλητή η οποία τον υποχρεώνει να σταματήσει
3. στον πληθ. οι διακοπές
α) χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα σχολεία, τα δικαστήρια, η Βουλή, οι επιχειρήσεις και άλλα ιδρύματα διακόπτουν τις εργασίες τους
β) χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι εργαζόμενοι στα διάφορα ιδρύματα και στις επιχειρήσεις παίρνουν την ετήσια άδεια ανάπαυσης τους
αρχ.
1. διατομή
2. διάρρηξη αιμοφόρου αγγείου
3. βαθύ τραύμα
4. επιμήκης θλάση οστού και κυρίως κρανιακού
5. στενή διάβαση ισθμού ή βουνού
6. στενή δίοδος τείχους ή προχώματος
7. διαζύγιο
8. γραμμ. τμήση
9. ιατρ. διάλειψη
10. φιλονικία.
Greek Monotonic
διακοπή: ἡ, εντομή, κόψιμο, βαθύ τραύμα, μαχαιριά, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διακοπή: ἡ, διατομή, διαχωρισμός, βαθὺ τραῦμα, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, Πλούτ. Μαρ. 19, κτλ. 2) στενὴ δίοδος, Ἑβδ. (Ἰώβ κδ΄, 4, κλπ.). διῶρυξ, Πολύβ. 10. 10, 3, Στράβων 59.
Middle Liddell
διακοπή, ἡ,
a gash, cleft, Plut.; [from διακόπτω
Translations
destruction
Arabic: تَدْمِير, هَدْم, تَلَف; Belarusian: руйнаванне, разбурэнне, знішчэнне; Bulgarian: разрушение, унищожение; Catalan: destrucció; Chinese Mandarin: 毀滅, 毁灭, 破壞, 破坏; Czech: destrukce, zničení; Danish: ødelæggelse; Dutch: vernietiging; Esperanto: detruo; Finnish: tuhoaminen, hävitys, hävittäminen; French: destruction; Galician: destrución; Georgian: განადგურება; German: Zerstörung, Vernichtung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌻𐌿𐍃𐍄𐍃, 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: καταστροφή, συντριβή, αφανισμός, χαλασμός, κατεδάφιση, κατάλυση; Ancient Greek: ἅλωσις, ἀμαύρωσις, ἀναίρεσις, ἀναστασία, ἀνάστασις, ἀναστάτωσις, ἀπόλειψις, ἀποτυμπανισμός, ἀποφθορά, ἀποφθορή, ἀπώλεια, ἄρσις, ἀφάνεια, ἀφανία, ἀφάνισις, ἀφανισμός, δανοτής, δαπάνη, δῄωσις, διακοπή, διάλυσις, διασκέδασις, διαφθορά, διαφθορή, διαφορά, εἴσπτωσις, ἐκρίζωσις, ἐκτριβή, ἔκτριψις, ἐξάλειψις, ἔξαρσις, ἐξαφάνισις, ἐξαφανισμός, ἐξολέθρευμα, ἐξολέθρευσις, ἐξώλεια, ἐπαναίρεσις, ἔπαρσις, ἐπιτριβή, ἐρήμωσις, θραῦμα, θραῦσις, καθαίρεσις, κατακονή, κατακονά, κατάλυσις, καταστροφή, καταφθορά, κοπή, λοιγός, ὀλέθρευσις, ὄλεθρος, σύντριψις, τὸ δαπανητικόν, φθαρσία, φθορά, φθορή, φθόρος; Hausa: ɓarna; Hebrew: הריסה, הרס, הַשְׁמָדָה, חֻרְבָּן; Hindi: नाश, विनाश; Icelandic: eyðilegging; Irish: loitiméireacht, líomhadh, eirleach, urbhaidh, argain; Italian: distruzione; Japanese: 破壊, 破棄, 湮滅; Korean: 파괴(破壞), 멸망(滅亡); Kurdish Central Kurdish: ناھێشتن, وێرانی; Latin: exitium, clades; Macedonian: уништување; Malayalam: സംഹാരം, നശിപ്പിക്കൽ; Maori: whakangaromanga, whakamōtītanga, turakanga; Norwegian Bokmål: ødeleggelse; Pali: atipāta; Persian: تخریب; Polish: niszczenie, zniszczenie, destrukcja; Portuguese: destruição; Romanian: distrugere; Russian: разрушение, уничтожение; Sanskrit: नाश, विनाश, भङ्ग, संहार, निधन, ध्वंस, विभङ्ग, विध्वंश, विघटन; Scottish Gaelic: milleadh; Serbo-Croatian Cyrillic: уништење; Roman: uništénje; Slovak: zničenie; Slovene: uničenje; Sorbian Lower Sorbian: pótopjenje, wopusćenje; Spanish: destrucción; Swahili: uharibifu; Swedish: förstörelse, ödeläggelse; Tajik: тахриб; Tocharian B: nkelñe; Turkish: izmihlal, harap etme, tahribat, yıkma, yok etme; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: руйнування, знищення; Welsh: aball; Yiddish: אומקום