-ο (Α ἀκρόλιθος, -ον)(κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρανεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθοςο ακρογωνιαίος λίθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + λίθος.