νεκροδόχος

Revision as of 11:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

English (LSJ)

ον,

   A = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.

Greek Monolingual

-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημο-δόχος, ξενο-δόχος].