νεκροδόχος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροδόχος Medium diacritics: νεκροδόχος Low diacritics: νεκροδόχος Capitals: ΝΕΚΡΟΔΟΧΟΣ
Transliteration A: nekrodóchos Transliteration B: nekrodochos Transliteration C: nekrodochos Beta Code: nekrodo/xos

English (LSJ)

νεκροδόχον, = νεκροδέγμων, Eust.1903.63.

German (Pape)

[Seite 237] = νεκροδόκος, Eust. 1903, 63.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδόχος: -ον, = νεκροδέγμων, Εὐστ. 1093. 63.

Greek Monolingual

-ο (Μ νεκροδόχος, -ον)
αυτός που δέχεται τους νεκρούς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο νεκροδόχος
ο τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. μνημοδόχος, ξενοδόχος].