εκπαιδευτικός

Revision as of 11:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκπαίδευση (α. «εκπαιδευτικά τέλη» β. «εκπαιδευτικοί λειτουργοί» — δάσκαλοι και καθηγητές που υπηρετούν στην εκπαίδευση)
2. (αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η εκπαιδευτικός
εκπαιδευτικός λειτουργός.