εκπαίδευση

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source

Greek Monolingual

η
1. η συστηματική παροχή γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η διάπλαση του χαρακτήρα τών παιδιών, τών νέων, τών μαθητευομένων
2. το αποτέλεσμα της εκπαίδευσης, η απόκτηση γνώσεων, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, η διάπλαση του χαρακτήρα
3. το στάδιο, η βαθμίδα εκπαίδευσης («πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δευτεροβάθμια μέση, ανώτερη, ανώτατη»)
4. το είδος της εκπαίδευσης («επαγγελματική εκπαίδευση, στρατιωτική, εκκλησιαστική, ιατρική κ.λπ.»).