τρίσβαθος

Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. πολύ βαθύς, βαθύτατος (α. «στες τρίσβαθες σπηλιές τους», Κρυστάλλ.
β. «η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του», Σολωμ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το τρίσβαθο και τα τρίσβαθα
το πιο βαθύ και απόκρυφο μέρος («το 'χε θάψει στα τρίσβαθα της ψυχής του»).
επίρρ...
τρίσβαδα
βαθύτατα, σε αμέτρητο βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ-/τρι- + βαθύς, κατά τα επίθ. σε -ος].