-ιά, -ί, Ν1. αυτός που έχει το κόκκινο χρώμα του ροδιού2. το ουδ. ως ουσ. το ροδίτο χρώμα του ροδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδι + κατάλ. -ης (πρβλ. θαλασσ-ής, σταχτ-ής)].