ὀνοκένταυρος

Revision as of 15:10, 2 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

|Medium diacritics=ὀνοκένταυρος |Low diacritics=ὀνοκένταυρος |Capitals=ΟΝΟΚΕΝΤΑΥΡΟΣ |Transliteration A=onokéntauros |Transliteration B=onokentauros |Transliteration C=onokentavros |Beta Code=o)noke/ntauros |Definition=onocentaur, onocentaurus, ass-centaur, donkey-centaur, tailless ape, demon }}

German (Pape)

[Seite 348] ὁ, Eselskentaur, ungeschwänzte Affenart.

Greek Monolingual

ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].