ὀνοκένταυρος

Revision as of 15:13, 2 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

όνοκένταυρα onocentaur, onocentaurus, ass-centaur, donkey-centaur, tailless ape, demon


German (Pape)

[Seite 348] ὁ, Eselskentaur, ungeschwänzte Affenart.

Greek Monolingual

ὀνοκένταυρος, ό, θηλ. όνοκένταυρα (Α)
1. είδος πιθήκου χωρίς ουρά
2. είδος δαιμόνων που κατοικούσαν σε άγριους και έρημους τόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κένταυρος].