ἀπηγόρημα

Revision as of 15:15, 3 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">, τό</b>" to ", τό")

English (LSJ)

ατος, τό

   A defence, opp. κατηγόρημα, Pl.Lg.765b.

German (Pape)

[Seite 290] τό, Verthe idigung, Ggstz κατηγόρημα Plat. Legg. VI, 765 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπηγόρημα: τό, ὑπεράσπισις, ἔχον ὡς ἀντίθετον τό κατηγόρημα, Πλάτ. Νόμ. 765B.

Spanish (DGE)

-ματος, τό defensaop. κατηγόρημα Pl.Lg.765b.

Russian (Dvoretsky)

ἀπηγόρημα: ατος τό защитительная речь, защита Plat.