ὑπεράσπισις
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράσπισις: -εως, ἡ, προστασία, Ἡσύχ. Πρεσβύτ. σ. 1016Α.
Greek Monolingual
η / ὑπεράσπισις, -ίσεως, ΝΜ ὑπερασπίζω
η ενέργεια του υπερασπίζω, προστασία, υποστήριξη («υπεράσπιση τών συνόρων»)
νεοελλ.
1. συνηγορία στο δικαστήριο, παρουσίαση στοιχείων υπέρ του κατηγορουμένου
2. ο συνήγορος ή το σύνολο τών συνηγόρων («τον λόγο έχει η υπεράσπιση»).