Ἡσίοδος

Revision as of 10:00, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

English (LSJ)

ὁ, Hesiod, Pi.I.6(5).67, etc.; Aeol. Αἰσ-EM452.37:— Adj. Ἡσιόδειος, α, ον, Pl.Lg.658d, Plu.2.657d.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡσίοδος: ὁ, ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ. Εἱσίοδος, ἴδε Ahr. D. D. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hésiode, poète grec.

English (Slater)

Ἡςῐοδος the poet. Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (cf. Hes., Op. 412, μελέτη δέ τε ἔργον ὀφέλλει) (I. 6.67)

Russian (Dvoretsky)

Ἡσίοδος: ὁ Гесиод (родом из Аскры в Беотии, эпический поэт IX в. до н. э., автор Ἔργα καὶ Ἡμέραι, Θεογονία, Ἀσπὶς Ἡρακλέους и др.).