πένθημα

Revision as of 20:33, 13 February 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lamentation, mourning, A.Ch. 432(pl., lyr.), Theoc.26.26 (with play on [Πενθεύς])  ; διπλοῦν πένθιμον δαιμόνων (leg. πένθημ' ὁμαιμόνων) ἔχειν E.Supp.1035.

German (Pape)

[Seite 555] τό, die Trauer, Aesch. Ch. 426 u. folgde Dichter, wie Theocr. 26, 26.

Greek (Liddell-Scott)

πένθημα: τό, θρῆνος, πένθος, Αἰσχύλ. Χο. 432, Θεόκρ. 26. 26· διπλοῦν π. δωμάτων ἔχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 1035.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
deuil, tristesse.
Étymologie: πενθέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πενθώ
θρήνος, οδυρμός, πένθος.

Greek Monotonic

πένθημα: -ατος, τό, θρήνος, πένθος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πένθημα -ατος, τό πενθέω weeklacht.

Russian (Dvoretsky)

πένθημα: ατος τό горе, скорбь Aesch., Eur., Theocr.

Middle Liddell

πένθημα, ατος, τό,
lamentation, mourning, Aesch., Eur.