ενταφιασμός

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ο (Α ἐνταφιασμός)
τοποθέτηση στον τάφο, ταφή («εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῡ μου τετήρηκεν αὐτό», ΚΔ).