εποποί

Revision as of 12:35, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ἐποποῑ (Α) έποψ
κραυγή κατ’ απομίμηση της φωνής του έποπος, του τσαλαπετεινού («οὐκ ἀντὶ τοῦ παιδὸς σ’ ἐχρῆν ἐποποῑ καλεῑν», Αριστοφ.).