Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
λαρύζει: «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος» Ἡσύχ.
λαρύζει (Α) λάρυγξ(κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος».