Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Full diacritics: λαρύζει | Medium diacritics: λαρύζει | Low diacritics: λαρύζει | Capitals: ΛΑΡΥΖΕΙ |
Transliteration A: larýzei | Transliteration B: laryzei | Transliteration C: laryzei | Beta Code: laru/zei |
βοᾷ, ἀπὸ τοῦ λάρυγγος, Hsch.
λαρύζει: «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος» Ἡσύχ.
λαρύζει (Α) λάρυγξ
(κατά τον Ησύχ.) «βοᾷ ἀπὸ τοῦ λάρυγγος».