ενθορυβώ

Revision as of 12:55, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ἐνθορυβῶ, -έω (Μ)
θορυβώ πολύ κάποιον, καταταράζω («μῡς... τοῦτον ἤγειρεν ἐντεθορυβημένον» — ένας ποντικός τον ξεσήκωσε κατατρομαγμένον, Τζέτζ.).