περιαλλάσσω: μεταβάλω ὁλόγυρα, δηλ. ὁλοσχερῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 783Α.
Αμεταβάλλω ολοσχερώς, αλλοιώνω («τοῦτο τὸ ἔθος κατέλυσε, καὶ περιήλλαξεν αὐτό», Ιωάνν. Χρυσ.).