αλλοιώνω

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀλλοιῶ, -όω) ἀλλοῖος
1. κάνω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω, μετατρέπω
2. παραλλάζω, παραμορφώνω
3. παριστάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα
4. παθ. μεταβάλλομαι, γίνομαι διαφορετικός
νεοελλ.
1. νοθεύω, παραχαράσσω
2. αποσυνθέτω, προκαλώ σήψη
αρχ.
1. μεταβάλλομαι προς το χειρότερο, χειροτερεύω
2. αλλοφρονώ, παραφρονώ
3. μεταμφιέζομαι, μεταμορφώνομαι
4. αποξενώνομαι.