προσαφής
English (LSJ)
ές,
A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.
German (Pape)
[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.