προσαφής

Revision as of 13:00, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

ές,

   A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.

German (Pape)

[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.