σκαφείδιον

Revision as of 13:03, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

τό, Dim. of sq. (not

   A = σκαφίδιον), Hdn.Epim.239, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ σκαφίδιον, ὅ ἴδε).

Greek Monolingual

τὸ, Α σκαφεῑον
1. (υποκορ. τ. του σκαφεῑον) μικρό λισγάρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῦ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον».