νεούτατος

Revision as of 11:50, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

ον, (οὐτάω)

   A lately wounded, ἄλλον… νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Il.18.536, cf. 13.539, Hes. Sc.253.

German (Pape)

[Seite 245] neuerdings, frisch verwundet; Il. 15, 539. 18, 536; Hes. Sc. 157. 253.

Greek (Liddell-Scott)

νεούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement blessé.
Étymologie: νέος, οὐτάω.

English (Autenrieth)

(οὐτάω): lately wounded. (Il.)

Greek Monolingual

νεούτατος, -ον (Α)
αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οὐτάω «χτυπώ με όπλο, τραυματίζω» (πρβλ. αν-ούτατος)].

Greek Monotonic

νεούτᾰτος: -ον (οὐτάω), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

νεούτᾰτος: недавно раненный, со свежей раной Hom., Hes.

Middle Liddell

νε-ούτᾰτος, ον, οὐτάω
lately wounded, Il., Hes.