νέος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέος Medium diacritics: νέος Low diacritics: νέος Capitals: ΝΕΟΣ
Transliteration A: néos Transliteration B: neos Transliteration C: neos Beta Code: ne/os

English (LSJ)

νέα, Ion. νέη, νέον; Ion. νεῖος (q.v.): [fem. νέας as monosyll., A.Th.327 (lyr.); contr. fem.
A νῆ Xenoph.42 (= Ar.Fr.9), Eugaeon (?) 1]:
1 young, youthful (of children, youths, and of men at least as old as 30, v. X.Mem.1.2.35), ν. πάϊς Od.4.665; κοῦροι ν. Il.13.95; ν. ἀνήρ 23.589: alone, νέοι youths, 1.463, Hes.Sc.281, etc.: later mostly with Art., οἱ νέοι Ar.Nu.1059, etc.: prov., ὁ νέος ἔσται νέος 'boys will be boys', Lib.Ep.910.3; οἱ ν., corporately organized, SIG831.8 (Pergam., ii A.D.), etc.; opp. ἔφηβοι, παῖδες, ib.589.38 (Magn.Mae., ii B.C.):opp. γέρων, ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Il.2.789, etc.; ἢ ν. ἠὲ παλαιός 14.108, cf. Od.1.395, etc.; opp. γεραίτερος, 3.24; opp. προγενέστερος, 2.29; opp. γεραιός, X.Lac.1.7; εὐθὺς ἐκ νέου ἐθίζειν from youth upwards, Pl.Grg. 510d, etc.; ἐκ νέων παίδων Id.Lg.887d; ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Arist.EN1103b24; ἐκ νέας (sc. ψυχῆς) Pl.R. 409a; τὸ ν., = νεότης, youth (in the abstract), S.OC1229 (lyr.), E.Ion545: also in concrete sense, τὸ ν. ἅπαν all young creatures, Pl.Lg.653d; οὐ δύναται τὸ ν. ἡσυχάζειν Arist.Pol.1340b29; σκιρτητικὸν τὸ ν. Corn. ND20; also, of minors, νέου ὄντος ἔτι Th.1.107; cf. νεώτερος.
b rarely of animals and plants, ὄρπηκες, ἔρνος, Il.21.38, Od.6.163; οἱ ν. τῶν νεβρῶν X.Cyn.9.8.
2 suited to a youth, youthful, ἄεθλοι Pi.O.2.43; ν. θράσος A.Pers.744 (troch.); ν. φροντίς youthful spirits, E.Med.48; νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους Lys.24.16; of persons, ἄφρων νέος τε E.IA489, cf. Pl.R. 378a; ν. τε καὶ ὀξύς Id.Grg.463e (but διαφέρει οὐδὲν ν. τὴν ἡλικίαν ἢ τὸ ἦθος νεαρός Arist.EN1095a6).
II new, fresh, ν. θάλαμος Il.17.36; ν. ἄλγος 6.462; νέῳ… κόλλοπι Od.21.407 (this sense elsewhere in Hom. only in Adv. νέον, v. infr.); λίνον Alc.15 (dub.); πόνοι… νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς A.Th.740 (lyr.), etc.; οἶνος ν. Ar.Pax916; ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ ν. [μέλη] εὐδοκιμεῖ X.Cyr.1.6.38; ἡ ν. (sc. σελήνη) the new moon, especially in phrase ἕνη καὶ νέα, v. ἕνος 2; but μηνὸς τῇ ν. (sc. ἡμέρᾳ) on the first day of the month, Pl.Lg.849b; ν. ἦμαρ A.R.4.1479: in this sense rarely of persons, ὁ ν. ταγὸς μακάρων A.Pr.96 (anap.), cf. Ar. Pl.960; οἱ ν. θεοί A.Eu.721; cf. νεώτερος.
2 of events, etc., new, with collat. notion of unexpected, strange, untoward, evil, τί ν.; Id.Ag.85 (anap.); προσδοκῶ τι γὰρ ν. E.Supp.99; μῶν τι βουλεύῃ ν.; S.Ph.1229, cf. 554, E.Hipp.794, Ba.362. Th.5.50. etc.: ἀπροσδοκήτους καὶ ν. λόγους A.Supp.712; καινὰ ν. τ' ἄχη Id.Pers.665 (lyr.): this sense is more common in Comp., v. νεώτερος.
III neut. νέον as adverb of time, lately, just now, opp. both to distant past and present, παῖδα ν. γεγαῶτα Od.19.400, cf. Il.3.394; ν. κρατεῖν A.Pr. 35,955, etc.: also used Adverbially with the Art., καὶ τὸ πάλαι (v.l. παλαιόν) καὶ τὸ ν. Hdt.9.26: in Prose νεωστί (q.v.): rarely Comp. Adv. νεωτέρως, Pl.Lg.907c: Sup. νεώτατα most recently, Th.1.7; also ἐκ νέας, Ion. αὖτις ἐκ νέης, anew, afresh, Hdt.1.60, 5.116.
IV. the degrees of Comp. are νεώτερος, νεώτατος, v. νεώτερος: νεαίτερος is corrupt for νεαίρετος in A.Fr.330. (νέϝος (in νεϝόστατος, q.v.), cf. Skt. návas, Lat. novus, etc.)

German (Pape)

[Seite 243] α, ον, att. auch 2 Endgn, ion. νεῖος, neu; zunächst – a) von Menschen, jung; von Hom. an überall, im Gegensatz von παλαιός, Il. 14, 108 Od. 1, 395. 2, 293; ῥηϊδίως θείη νέον ἠὲ γέροντα, 18, 198, vgl. Il. 2, 789. 9, 36, u. so auch dem γεραίτερος, Od. 3, 24, u. προγενέστερος, 2, 29 entggstzt; Hom. vrbdt νέος παῖς, Od. 4, 665, νέοι κοῦροι, Il. 13, 95, νέοι ἄνδρες, wie Pind. Ol. 4, 28 u. öfter; ἐν παισὶν νέος, P. 4, 281; ein bestimmtes Alter nicht bezeichnet; daß es bis in die dreißiger Jahre reicht, folgt aus Xen. Mem. 1, 2, 25; νέοι, Jünglinge, substantivisch, Hes. Sc. 281; bei den Attikern οἱ νέοι, Plat. Rep. III, 401 c u. Folgde; bei Pol. 1, 88, 6 u. öfter = die junge Mannschaft der Soldaten. – Auch Aesch. vrbdt νέας τε καὶ παλαιάς, Spt. 309; νέος δὲ γραίας δαίμονας καθιππάσω, Eum. 145; παιδὸς νέας ὥς, Ag. 268; ὅδ' ἐστίν – κεῖνος, ὃς τότ' ἦν νέος, Soph. O. R. 1145, öfter; auch εὖτ' ἂν τὸ νέον παρῇ, die Jugend, Jugendblüthe, O. C. 1231; νέος μεθέστηκ' ἐκ γέροντος, Eur. Heracl. 796, und sonst; νέος γὰρ εἶ, ὦ φίλε παῖ, Plat. Theaet. 162 d; ἀνθρώποις νέοις, jungen Leuten, Legg. X, 890 a; νέον μειράκιον, Prot. 315 d; ἡμεῖς γὰρ ἔτι νέοι, ὥςτε τοσοῦτο πρᾶγμα διελέσθαι, Prot. 314 b, wo wir sagen »wir sind noch zu jung«. – So auch im compar. u. superl.; γενεῆφι νεώτερος, Il. 21, 439; γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον, 7, 153, u. sonst; νεωτέρῳ ἢ πρεσ βυτέρῳ, Plat. Phaedr. 227 c; μὴ νεωτέρους πεντήκοντα ἐτῶν, Legg. VII, 802 b, jünger als 50 Jahre; νεώτατος θεῶν, Conv. 195 a; πρεσβύτερος μὲν – νεώτερος δέ, Xen. An. 1, 1, 1; Folgde. – Εὐθὺς νέου ὄντος, Plat. Rep. VI, 486 b; εὐθὺς ἐκ νέου, von Jugend auf, Gorg. 510 d; öfter auch von der ψυχή, ἐκ νέας, Rep. III, 409 a; έκ νέων, Gorg. 483 e u. A. – b) auch von anderen Dingen, wie Pflanzen, Od. 6, 163 Il. 21, 38; νέον ἄνθος, Hes. Th. 988; νέος οἶνος, Ar. Pax 882; auch νέᾳ κεφαλᾷ, Pind. P. 11, 35; νέαν χαίταν, Ol. 14, 22; ὄρεγε γεραιὰν νέᾳ χεῖρα, Eur. Phoen. 104. – c) von Zuständen u. vgl., neu, frisch, sowohl das noch nicht Dagewesene, als das noch nicht lange Daseiende bezeichnend; νέον ἄλγος, Il. 6, 462; νέον ὕμνον, Pind. I. 4, 70; νέαισιν ἑορταῖς, N. 9, 11; ἄεθλα, Gl. 2, 47; so auch νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου, Aesch. Prom. 149, neue Herrscher; τοὺς νέους θεούς, 962, u. öfter in diesem Stücke von Zeus u. seinem Hause, im Gegensatz der alten Titanen; Gegensatz von παλαιός, ἔν τε τοῖς νέοισι καὶ παλαιτέροις θεοῖς, Eum. 691; πόνοι δόμων νέοι παλαιοῖσιν συμμιγεῖς κακοῖς, Spt. 722; neben καινός, Pers. 654; dah. τί χρέος; τί νέον; was Neues, Ag. 85; νέον ἄλγος ἔχει, Soph. Ai. 252; καί τι προσδοκῶ νέον, Phil. 773; νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τρόποις, Ai. 722; τί νέον κηρύξασα, Eur. Hec. 178, wie νέον τι σημανῶν ἔπος, 217; ἐδόκει τι νέον ἔσεσθαι, Thuc. 5, 50, u. öfter mit dem Nebenbegriffe des Unerwarteten, Befremdenden; ἄν τι νέον τῳ ξυμβαίνῃ βέλτιον παρὰ τὸν λόγον, Plat. Polit. 294 c; bes. im compar., νεώτερόν τι ποιέειν, Neuerungen machen, Her. 5, 19, wie νεώτερα ἔπρησσε πρήγματα, 6, 74; νεωτέρων ἔργων ἐπιθυμητής, 7, 6; gew. von Reuerungen im Staate, Thuc. u. Folgde; vgl. noch νεώτερόν τι δρᾶν, Ar. Eccl. 338; τί νεώτερον γέγονεν; Plat. Euthyphr. i. A.; Sp. – d) wie Eur. vrbdt ἄφρων νέος τ' ἦν, I. A. 489, ἡ 'μπειρία ἔχει τι λέξαι τῶν νέων σοφώτερον, Phoen. 533, so wird auch sonst das Jugendliche nicht bloß als unerfahren (νέος περὶ λόγους, Plat. Phil. 13 c u. nachher νεώτεροι φανούμεθα τοῦ δέοντος), sondern auch als das Leidenschaftliche, Übereilte bezeichnet, πῶλος νέος καὶ ὀξύς, Plat. Gorg. 463 e, Sp. – Adverbial wird νέον gebraucht, neuerlich, jüngst. nur eben, παῖδα νέον γεγαῶτα, Od. 19, 400. 20, 191, öfter; τοὺς ἥκοντας ἐκ μάχης νέον, Aesch. Ag. 1608; ἅπας δὲ τραχύς, ὃςτις ἂν νέον κρατῇ, Prom. 35; Soph. O. C. 1775 u. sp. D.; bei Her. stehen τὸ νέον u. τὸ παλαιόν einander gegenüber, 9, 26, u. er braucht auch ἐκ νέης adverb., von neuem, 1, 60. 5, 116. Später ist νεωστί geläufiger. – Außer den schon angeführten Vergleichungsgraden νεώτερος, νεώτατος, ist später ion. νειότερος; – νέατος und νείατος s. besonders.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
nouveau :
I. jeune : ;
1 en parl. de pers. : abs. οἱ νέοι, les jeunes ; mineur ; τὸ νέον = νεότης ; Cp. νεώτερος, plus jeune ; οἱ νεώτεροι THC les plus jeunes, les hommes de recrue ; plus jeune qu'il ne faudrait, trop jeune ; Sp. νεώτατος, le plus jeune;
2 juvénile, qui convient au jeune homme, conforme ou propre à l'âge de la jeunesse;
II. neuf :
1 νέος θάλαμος IL chambre nouvelle ; τὰ νέα εὐδοκιμεῖ XÉN le nouveau est recherché ; ἐκ νέης HDT de nouveau;
2 non ordinaire, inattendu, surprenant, extraordinaire : ἐδόκει τι νέον ἔσεσθαι THC on s'attendait à qqe événement extraordinaire, inattendu ; νεώτερόν τι HDT événement imprévu, malheur ; νεώτερα πρήγματα πρήσσειν HDT faire qch de nouveau, d'inattendu ; νεώτερόν τι ποιεῖν περί ou ἔς τινα HDT prendre contre qqn une mesure extraordinaire ou rigoureuse ; νεώτερα βουλεύειν περί τινος HDT avoir un méchant dessein caché contre qqn ; νεώτερόν τι ποιεῖν HDT exciter des troubles, faire une révolution (cf. lat. res novas moliri) ; adv. • νέον, nouvellement, fraîchement, récemment, dernièrement ; avec l'article : • τὸ νέον HDT récemment.
Étymologie: p. *νε-Ϝος ; cf. lat. novus.

Russian (Dvoretsky)

νέος:
1 молодой, юный (ἄνθρωποι Hom.; ἄνδρες Plat.): εὐθὺς νέου ὄντος или εὐθὺς ἐκ νέου, ἐκ νέας и ἐκ νέων Plat. с молодых лет; μὴ νεώτερος πεντήκοντα ἐτῶν Plat. не моложе пятидесяти лет;
2 малолетний (παῖς Hom.; μειράκιον Plat.);
3 молодой, недавно распустившийся (ἄνθος Hes.);
4 молодой, недавнего приготовления (οἶνος Arph.);
5 свойственный молодости, юношеский (θράσος Aesch.);
6 незрелый, неопытный (ν. καὶ ὀξύς Plat.): νεώτερος τοῦ δέοντος Plat. особенно неопытный;
7 новый, свежий (θάλαμος, ἄλγος Hom.; ὕμνος Pind.; καρπός Arst.); τὰ νέα εὐδοκιμεῖ Xen. новизна одобряется; τί νέον; Aesch. что нового?; νεώτερα πρήγματα πρήσσειν Her. произвести государственный переворот; διαθήκη νέα (обычно καινή) NT новый завет;
8 небывалый, необычный: νεώτερόν τι ποιεῖν Her. совершить нечто особенное - см. тж. νέα и νέον.
II
1 молодой человек: οἱ νέοι Plat., Polyb. юношество, молодежь;
2 детеныш, молодое животное (οἱ νέοι τῶν νεβρῶν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

νέος: νέα, Ἰων. νέη, νέον, Ἀττ. ὡσαύτως νέος, νέον· Ἰων νεῖος, ὃ ἴδε [θηλ. νέας ὡς μονοσύλλ., Αἰσχύλ. Θήβ. 327· καὶ συνῃρ. θηλ. νῆ, ἀντὶ νέα, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιανοῦ π. μον. λέξ. 7. 9 ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 123)]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.). 1) νέος, νεανικός, πλήρης νεότητος, (ἐπὶ παιδίων, νεανιῶν καὶ ἀνδρῶν τοὐλάχιστον μέχρι τῆς ἡλικίας τῶν 30, ἴδε Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35, πρβλ. νεανίσκος), νέος παῖς Ὀδ. Δ. 665· νέοι κοῦροι Ἰλ. Ν. 95· νέοι ἄνδρες, συχνὸν παρ’ Ὁμ.· ἢ μόνον νέοι, Ἰλ. Α. 463, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 281, κτλ.· παρ’ Ἀττ. τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ νέος, οἱ νέοι, Ἀριστοφ. Νεφ. 1059, κτλ.· - ἀντίθετ. τῷ γέρων, ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Ἰλ. Β. 789, κτλ.· οὕτως, ἢ νέος ἠὲ παλαιὸς Ξ. 108, πρβλ. Ὀδ. Α. 395, κτλ.· ἀντίθετον τῷ γεραίτερος, Γ. 24· τῷ προγενέστερος, B. 29· τῷ γεραιός, Ξεν. Λακ. 1, 7· ἐκ νέου, ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας, ἐκ νεότητος, Πλάτ. Γοργ. 510D, κτλ.· ἐκ νέων παίδων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887D·Ϗ ἐκ νέων ἐθίζεσθαι Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 1, 8· ἐκ νέας (ἐξυπακ. ψυχῆς) Πλάτ. Πολ. 409Α· - τὸ νέον, = νεότης, Σοφ. Ο. Κ. 1229· τὸ νέον ἅπαν, ἅπασα ἡ νεότης, Πλάτ. Νόμ. 653D·Ϗ - ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν νέων ἔτι καὶ ἀνηλίκων, νέου ὄντος ἔτι Θουκ. 1. 107· ὄντος νεωτέρου ἔτι ὁ αὐτ. 3. 26· πρβλ. νεώτερος. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, ὄρπηκες, ἔρνος Ἰλ. Φ. 38, Ὀδ. Ζ. 163· οἱ νέοι τῶν νεβρῶν Ξεν. Κυν. 9. 8. 2) ἁρμόζων εἰς νεανίαν, νεανικός, Λατ. juvenilis, ἄεθλοι Πινδ. Ο. 2. 78· ν. θράσος Αἰσχύλ. Πέρσ. 744· ν. φροντίς, νεανικὰ φρονήματα, Εὐρ. Μήδ. 48· νέαις διανοίαις Λυσ. 169. 39· ἄφρων νέος τε Εὐρ. Ι. Α. 489, πρβλ. Πολ. 378Α· ν. τε καὶ ὀξὺς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 463Ε·Ϗ ἀλλὰ παρ’ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 6, νέος τὴν ἡλικίαν, ἀντιτίθεται πρὸς τό: τὸ ἦθος νεαρός. ΙΙ. νέος, ν. θάλαμος Ἰλ. Ρ. 36Ϗ ν. ἄλγος 6. 462·Ϗ ἡ σημασία αὕτη ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ ἐπιρρ. νέον, ἴδε κατωτ.)· οὕτω παρ’ Ἀττ., πόνοι νέοι... παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 740, κτλ.: ν. οἶνος Ἀριστοφ. Εἰρ. 916· ἐν τοῖς μουσικοῖς τὰ νέα (μέλη) εὐδοκιμεῖ Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· ἡ νέα (ἐξυπακ. σελήνη), Λατ. novilunium, ἰδίως ἐν τῇ φράσει: ἕνη καὶ νέα, ἴδε ἕνος Ι. 2· - ἀλλὰ μηνὸς τῇ νέᾳ (ἐξυπακ. ἡμέρᾳ), κατὰ τὴν πρώτην τοῦ μηνός, Πλάτ. Νόμ. 849Β· - νέον -ἦμαρ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1479· - ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας σπανίως ἐπὶ προσώπων, ὁ νέος ταγὸς μακάρων Αἰσχύλ. Πρ. 96, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 960· οἱ νέοι θεοί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς παλαιοτέρους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 721, κτλ. 2) ἐπὶ γεγονότων, συμβεβηκότων, κτλ., μετὰ καὶ τῆς συμπαρομαρτούσης ἐννοίας τοῦ ἀπροσδόκητος, παράδοξος, τί νέον; Αἰσχύλ. Ἀγ. 85· προσδοκῶ γάρ τι νέον Εὐρ. Ἱκ. 99· μῶν τι βουλεύει νέον; Σοφ. Φιλ. 1229, πρβλ. 554, Θουκ. 5. 50, κτλ.· ἀπροσδοκήτους καὶ νέους λόγους Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 712· καινὰ νέα τ’ ἄχη ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 665· - ἡ ἔννοια αὕτη εἶναι συνηθεστέρα ἐν τῷ συγκρ., ἴδε ἐν λ. νεώτερος. ΙΙΙ. οὐδ. νέον, ὡς ἐπιρρ. χρονικόν, νεωστί, ἐσχάτως πρὸ μικροῦ, μόλις πρὸ ὀλίγου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολλοῦ παρελθὸν ὡς καὶ πρὸς τὸ παρόν, Ὅμ. κτλ.· παῖδα νέον γεγαῶτα Ὀδ. Ο. 400, πρβλ. Ἰλ. Γ. 394· νέον κρατεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 35, 955, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον Ἡρόδ. 9. 26: παρὰ πεζογράφοις νεωστὶ (ὃ ἴδε)· ἀλλὰ ὁ τύπος νέως εἶναι σπάνιος· Συγκρ. ἐπίρρ. νεωτέρως, Πλάτ. Νόμ. 907C·Ϗ ὑπερθετ. νεώτατα, ἐπ. ἐσχάτων, πρὸ μικροῦ Θουκ. 1. 7· οὕτω καὶ ἐκ νέας, Ἰων. ἐκ νέης, ἐκ νέου, πάλιν, Λατ. denuo, Ἡρόδ. 1. 60., 5. 116. IV. οἱ βαθμοὶ συγκρίσεως εἶναι: νεώτερος, νεώτατος, ἴδε ἐν λ. νεώτερος· ἀλλὰ τὰ ἐξαρχῆς συγκρ. καὶ ὑπερθετ. ζητητέα ἐν τοῖς ποιητ. τύποις νεαρός, νέατος· - ὁ τύπος νεαίτερος εἶναι ἐφθαρμ. ἀντὶ τοῦ νεαίρετος ἐν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 316· ὁ Ἰων. τύπος νειότατος μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις: νειός, νεαρός, νεάν, νεανίας, νέαξ, νεοσσός, νεοχμός, νέατος (νήτη), νεωστὶ (ἐσχάτως), νείαιρα (κατωτέρα). Ἡ ῥίζα αὕτη θὰ ἦτο ἐξ ἀρχῆς, ΝΕF-, πρβλ. Σανσκρ. nav-as, nav-yas·Ϗ Ζενδ. nav-a· Λατ. nov-us, nov-icius, nov-are, nov-alis, nov-erca, de-nu-o, nup-er, nuntius (novi-ventius?)· ϏΓοτθ. niu-jis (νέος)· niu-jitha (καινότης)· Λιθ. nau-jes·Ϗ Σλαυ. νov-u·Ϗ - νεβρὸς ὡσαύτως πιθ. ἐγένετο ἐκ τοῦ νεFρός, νέον ζῷον, νεογνόν).

English (Autenrieth)

comp. νεώτερος: new, fresh, young; opp. παλαιός, δ, Od. 8.58; as subst., Od. 19.433, Il. 9.36, Od. 8.202; adv., νέον, just now, lately, Od. 16.181, 199.

English (Slater)

νέος (-ος, -ον, -οι, -ων, -οις(ι), -οι; -α, -ᾳ, -αν, -αις, -αισι(ν); -ον acc.: comp. νεωτέρων; -ον nom., acc.: superl. νεώτατον acc.)
   a young, youthful
   I of people. φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ (O. 4.25) νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν (O. 13.23) κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος (P. 4.281) νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (P. 11.25) ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο, νέα κεφαλά (Heyne: νέα(ι) κεφαλᾶ(ι) codd.: Orestes) (P. 11.35) ἐν παισὶ νέοισι παῖς (N. 3.72) ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. pro subs., young men, ἐν ἀοιδᾷ νέων (P. 5.103) ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων (N. 3.66) Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων ἀνεγειρέτω κῶμον (I. 8.1) ἰὴ ἰῆτε νῦν, μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι (Pae. 6.122) νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 1.
   II of things, of a young man, of young men νέοις ἐν ἀέθλοις τιμώμενος (O. 2.43) υἱὸν εἴπῃς ὅτι οἱ νέαν ἐστεφάνωσε κυδίμων ἀέθλων πτεροῖσι χαίταν (O. 14.22)
   b new [κᾶδός τε τιμάσαις νέον (Bergk: ἑὸν codd.) (O. 7.5) ] νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι (P. 7.18) τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν (P. 8.33) ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν (P. 8.88) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.11) καὶ πτερόεντα νέον σύμπεμψον ὕμνον (I. 5.63) ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Pae. 9.20) comp., αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.49) n. s. pro adv., newly, ἐπεὶ κτίσθη νέον (sc. Ἴλιος) (O. 8.37)
   c comp., newer, i. e. stranger, more disturbing “ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” (v.l. ἀναστάσῃς) (P. 4.155) ἐλαύνεις τε νεώτερον ἢ πάρος; (Pae. 9.6)
   d fragg. ]ς νεωτερο[ Πα. 13d. 5. νέαι[ Δ. 2. 5.

Spanish

joven, nuevo

English (Strong)

including the comparative neoteros neh-o'-ter-os; a primary word; "new", i.e. (of persons) youthful, or (of things) fresh; figuratively, regenerate: new, young.

English (Thayer)

(νεώτερος) νεωτέρα, νεώτερον (comparitive of νέος, which see) (from Homer down), younger; i. e., a. younger (than now), young, youthful (A. V. younger (relatively)): πρεσβυετεροι, younger by birth: an attendant, servant (see νεανίσκος, at the end): inferior in rank, opposed to ὁ μείζων, Luke 22:26.

Greek Monolingual

-α, -ο και νιος, -ά, -ό (ΑΜ νέος, -α, -ον, Α ιων. τ. νεῖος, -η, -ον Α θηλ. και -ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, -όν)
1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ.
β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ' ἐμωμήσω φρένας», Αισχύλ.)
2. αυτός που αρμόζει σε νεαρό άτομο, ο νεανικός («παῖς δ' ἐμὸς τάδ' οὐ κατειδὼς ἤνυσεν νέῳ θράσει», Αισχύλ.)
3. (για ζώα) αυτός που μόλις γεννήθηκε («καὶ οἱ μὲν νέοι τῶν νεβρῶν οὕτως ἁλίσκονται», Ξεν.)
4. (σπάν. και για τα φυτά) αυτός που βλάστησε πρόσφατα («ὁ δ' ερινεὸν ὀξέει χαλκῷ τάμνε νέους ὄρπηκας», Ομ. Ιλ.)
5. (για πράγματα, καταστάσεις, φαινόμενα) καινούργιος, πρόσφατος (α. «νέα επίπλωση» β. «νέο κρασί» γ. «σε νέα ταξίδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά τα κύματα», Γρυπ.
δ. «πόνοι... νέοι παλαιοῖσι συμμιγεῖς κακοῖς», Αισχύλ.)
6. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο νέος, η νέα
άτομο νεαρής ηλικίας (α. «όταν ο νέος ανήγγειλεν ὅτι θα είχε ναύλον», Παπαδ.
β. «ἀγόρευον... ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες», Ομ. Ιλ.)
7. (για πρόσ.) αυτός που πήρε πρόσφατα μια θέση αντικαθιστώντας άλλον («νέος δήμαρχος»)
8. (για γεγονότα) ασυνήθιστος, απροσδόκητος, πρωτοφανής, παράδοξος (α. «νέα ήθη» β. «ἐπεφόβηντο καὶ ἐδόκει τι νέον ἔσεσθαι», Θουκ.)
9. (για διαιρέσεις χρόνου) αυτός που μόλις άρχισε (α. «νέο έτος» β. «νέα εβδομάδα»)
10. (το θετ. ή συγκριτ. ως ουσ.) ο νέος και ο νεώτερος
(για παιδιά που έχουν το ίδιο όνομα με τον πατέρα τους ή με κάποιον επιφανή πρόγονό τους) ο δεύτερος («Κωνσταντίνος ο νεώτερος»)
11. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νέοι
το σύνολο τών νεαρών ατόμων μιας κοινωνίας, η νεολαία («οι νέοι κάθε εποχής συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ένα ιδιόρρυθμο γλωσσικό ιδίωμα»)
12. φρ. α) «Νέα Ρώμη» — η Κωνσταντινούπολη
β) «εκ νέου» — πάλι, για δεύτερη ή πολλοστή φορά («θα στο πω εκ νέου μήπως και το καταλάβεις»)
νεοελλ.
1. γεμάτος ζωντάνια, σφριγηλός, δραστήριος
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει σχέση ή και ομοιότητα με κάποιον που έζησε πριν από αυτόν («ο νέος Ναπολέων»)
3. (το ουδ. στον εν. και πληθ. ως ουσ.) το νέο και τα νέα
είδηση, πληροφορία
4. το ουδ. ως ουσ. κάτι που εμφανίζεται για πρώτη φορά, καινούργια κατάσταση («οι συντηρητικοί πάντοτε αντιδρούν στο νέο και επιδιώκουν να εμποδίσουν την ανάπτυξή του»)
5. φρ. α) «Νέοι Έλληνες» — οι Νεοέλληνες
β) «νέα γενιά» — η νεολαία
μσν.
1. (για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος
2. (για βασιλιά σε περίπτωση συμβασιλείας) αυτός που έχει αναλάβει τα καθήκοντά του πρόσφατα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρόσφατα
4. φρ. «νέος καιρός» — άνοιξη
αρχ.
1. οξύς, ορμητικός
2. ανήλικος
3. αυτός που προσχώρησε στη χριστιανική πίστη πρόσφατα, νεοφώτιστος
4. ανανεωμένος
5. το θηλ. ως ουσ. ονομασία αιγυπτιακής θεότητας
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ νέον
η νεότητα
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ νέοι
σωματείο ή οργάνωση νέων
8. (το ουδ. ως επίρρ.) νέον και τὸ νέον
μόλις πριν από λίγο, πρόσφατα
9. φρ. α) «ἐκ νέου» — και «ἐκ νέων» — από τη νεαρή ηλικία
β) «ἐκ νέας» και «αὖτις ἐκ νέης» — πάλι, από την αρχή, για δεύτερη ή για πολλοστή φορά
γ) «ἕνη καὶ νέα» — η παλαιά και η τελευταία ημέρα, δηλ. η τελευταία ημέρα του μήνα
δ) «μηνὸς τῇ νέᾳ» — κατά την πρώτη ημέρα του μήνα, την πρωτομηνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. νέος < νέFος με σίγηση του -F- (πρβλ. μυκην. newo, κυπρ. νεFόστατος) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα nu (πρβλ. νυ, νυν) και συνδέεται με αρχ. ινδ. nava-, αβεστ. nava-, αρχ. σλαβ. navas, χεττιτ. newa-, λατ. novus κ.ά. Τα παράγωγα του επιθ., εξάλλου, εμφανίζονται σε παράλληλες μορφές στις διάφορες γλώσσες. Το παράγωγο νεαρός αντιστοιχεί στα: αρμ. nor «καινούργιος» (< nowero-) και λατ. nοverca. Το μετονοματικό ρ. νεῶ (ΙΙ) αντιστοιχεί στα λατ. novāre και χεττιτ. newahh, ενώ το ουσ. νεότης στο λατ. novitas και ο τ. νέαξ στο αρχ. σλαβ. novakŭ. Ο τ. νεῖος δεν είναι αρχαίος, αλλά πρόκειται για εκτεταμένη μορφή του επιθ. στην πρώτη συλλαβή προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών. Το επίθ. νέος μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή newo (αντίθετο του parajo «παλαιός») στην οποία χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει περισσότερο πράγματα με τη σημ. «καινούργιο» και σπανίως πρόσωπα με τη σημ. «νέος σε ηλικία, νεαρός». Το επίθ. νέος, επειδή στην Ελληνική δεν εμφανίζεται άλλος τ. με τη σημ. του λατ. juvenis «νέος σε ηλικία, νεαρός» (πρβλ. και αρχ. ινδ. yuvan-), αρχικά δήλωσε τη σημ. του νεαρού ατόμου, αλλά στη συνέχεια η σημ. του εξελίχθηκε και στη σημ. του καινούργιου, του πρόσφατου και κατ' επέκταση αυτού που επιφέρει αλλαγές, μεταβολές. Στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες δεν παρατηρείται αυτή η σημασιολογική εξέλιξη, γιατί σ' αυτές υπήρχαν δύο διαφορετικοί τ., ένας προς δήλωση του νεαρού ατόμου και ένας άλλος προς δήλωση του καινούργιου γεγονότος ή πράγματος (πρβλ. λατ. juvenis «νέος άνθρωπος», ενώ novus «καινούργιος, πρόσφατος»). Στη Νεοελληνική ο τ. νιος προέρχεται από συνίζηση του νέος. Το επίθ., τέλος, εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό συνθ. της Ελληνικής με τη μορφή νε(ο)- / νι(ο)-.
ΠΑΡ. νεάζω, νεανίας, νεαρός, νεότης, νεωστί, νεώτατος, νεώτερος
αρχ.
νεαίνω, νέαξ, νεόθεν, νεώ (Ι), νεώ (ΙΙ), νεώσσω
μσν.- νεοελλ.
νεούτσικος.
ΣΥΝΘ. Βλ. λ. νε(ο)- / νι(ο)-].

Greek Monotonic

νέος: νέα, Ιων. νέη, νέον, Αττ. επίσης -ος, -ον, Ιων. νεῖος·
I. 1. νέος, νεαρός, σε Όμηρ.· ή μόνο του, νέοι, νεολαία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· στην Αττ. με άρθρο, ὁ νέος, οἱ νέοι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ νέον = ἡ νεότης, σε Σοφ.· ἐκ νέου, από νεαρή ηλικία, από την εποχή της νιότης, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἐκ νέων ἐθίζεσθαι, σε Αριστ.
2. αυτός που αρμόζει σε νέο, νεανικός, Λατ. juvenilis, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. λέγεται για πράγμ., καινούριος, φρέσκος, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. λέγεται για γεγονότα, νέος, απροσδόκητος, παράδοξος· τί νέον;, σε Αισχύλ.· μῶν τί βουλεύῃ νέον; σε Σοφ.
III. το ουδ. νέον ως επίρρ., λέγεται για χρόνο, προσφάτως, εσχάτως, μόλις, μόλις τώρα, προ ολίγου, σε Όμηρ., Αττ.· επίσης με άρθρο, καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον, σε Ηρόδ.· συγκρ. επίρρ. νεωτέρως, σε Πλάτ.· υπερθ. νεώτατα, πολύ πρόσφατα, σε Θουκ.· επίσης, ἐκ νέας, Ιων. ἐκ νέης, εκ νέου, πάλι, Λατ. denuo, σε Ηρόδ.
IV. για τα νεώτερος, νεώτατος, βλ. νεώτερος· οι αρχικοί συγκρ. και υπερθ. εντοπίζονται στους ποιητικούς τύπους νεαρός, νέατος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: new, joung, youthful, unusual, unheard; comp forms νεώτερος, -τατος (since Il.), also νέατος in the sense of novissimus, last (trag.)?, s. νείατος, νειός.
Dialectal forms: Myc. newo
Compounds: Very often as 1. member, cf. νεο-γιλλός, νεο-γν-ός, νέ-ορτος (s. ὄρνυμι), νεοχμός etc.
Derivatives: 1. νεαρός young, youthful, tender, fresh (Β 289; on the formation below) with νεάρωσις f. rejuvenation (Poet. in PIand. 78, 13). -- 2. νεό-της, Dor. -τας, -ητος f. age of youth, youthful spirit, young men (Il.), -τήσιος youthful (Ps.-Phok.). -- 3. νεοίη f. youthful thoughtlessness (Ψ 604), νέοιαι ἀφροσύναι H.; after ἀνοίη, ἄνοια, s. Wackernagel Unt. 242f.. -- 4. νέαξ, -κος m. = νεανίας (Nicophon, Poll.); Björck Alpha impurum 264 f. -- Adverbs: 5. νεωστί newly, fresh (IA.) from νέως + τι (Schwyzer 624). -- 6. νεόθεν anew (S. OC 1447 [lyr.]). -- Denomin. verbs: 7. νεάζω, also w. prefix, e.g. ἀνα-, ἐκ-, ἐν-, be or become young (trag., com., Hdt., hell.) with ἐκνεασμός innovation (Simp.); νεασμός ploughing a fallow land (Gp.), s. νεάω. -- 8. νεόω make new (A.), also = νεάω (LXX, Poll.) with νεώματα pl. worked fallow land (LXX). -- 9. νεάω work fallow land (Hes. Op. 462), cf. Lat. novālis (ager, terra) fallow land; besides deriv. from νε(ι)ός fallow land (s.v.) is possible. -- 10. νεώσσω, -ττω renew (Hdn., H.); cf. Schwyzer 733. -- 11. νεωτερίζω renew, (the state organistion) make innovations (Att.) with νεωτερ-ισμός, -ισμα, -ισις, -ιστής, -ικός. -- On νεανίας s. v.; on the meaning of νέος Porzig Sprachgesch. u. Wortbed. 343 ff.
Origin: IE [Indo-European] [769] *neu̯os new
Etymology: As inherited word νέος from νέϜος (νεϜόστατος Cypr.) is identical with Hitt. neu̯a-, Skt. náva-, Lat. novus, OCS novъ, Toch. B ñuwe, A ñu: IE *néuos new. Beside it a i̯o-deriv. in Skt. návya-, Germ., e.g. Goth. niujis, Celt., e.g. Gaul. Novio-dūnum, Lith. naũjas. Also νεῖος (only A. R. 1, 125, verse-begin) could agree with this; but it is no more than a metrically lengthened νέος. An old r-formation could be νεαρός, which has an agreement in Arm. nor new from *neu̯erós v.t.; cf. νηρός. The denominative νεάω agrees with Lat. novāre and Hitt. neu̯ah̯h̯- renew. The agreement of νεότης and Lat. novitās, νέαξ and CSl. novakъ can result from parallel innovations. -- WP. 2, 324, Pok. 769.

Middle Liddell

1. young, youthful, Hom.; or alone, νέοι youths, Il., Hes., etc.; in Attic with Art., ὁ νέος, οἱ νέοι, Ar., etc.:— τὸ νέον, = νεότης, Soph.; ἐκ νέου from a youth, from youth upwards, Plat., etc.; ἐκ νέων Arist.
2. suited to a youth, youthful, Lat. juvenilis, Aesch., Eur.
II. of things, new, fresh, Il., Attic
2. of events, new, strange, τί νέον; Aesch.; μῶν τι βουλεύει νέον; Soph.
III. neut. νέον as adv. of time, newly, lately, just, just now, Hom., Attic; also with the Art., καὶ τὸ παλαιὸν καὶ τὸ νέον Hdt.: comp. adv. νεωτέρως Plat.; Sup. νεώτατα most recently, Thuc.;—also, ἐκ νέας, ionic ἐκ νέης, anew, afresh, Lat. denuo, Hdt.
IV. for νεώτερος, νεώτατος, v. νεώτερος: the orig. comp. and Sup. were νεαρός, νέατος.

Frisk Etymology German

νέος: {néos}
Forms: myk. ne-wo; Steigerungsformen νεώτερος, -τατος (seit Il.), auch νέατος im Sinn von novissimus, letzter (Trag.)?, s. νείατος, νειός.
Meaning: neu, jung, jugendlich, ungewöhnlich, unerhört, schlimm;
Composita: Überaus oft als Vorderglied, vgl. νεογιλλός, νεογνός, νέορτος (s. ὄρνυμι), νεοχμός usw.
Derivative: Ableitungen: 1. νεαρός jung, jugendlich, zart, frisch (seit Β 289; zur Bildung unten) mit νεάρωσις f. Verjüngung (Poet. in PIand. 78, 13). — 2. νεότης, dor. -τας, -ητος f. Jugendalter, jugendlicher Sinn, junge Mannschaft (seit Il.), -τήσιος jugendlich (Ps.-Phok. u.a.). — 3. νεοίη f. jugendliche Unbedachtsamkeit (Ψ 604), νέοιαι· ἀφροσύναι H.; nach ἀνοίη, ἄνοια, s. Wackernagel Unt. 242f.. — 4. νέαξ, -κος m. = νεανίας (Nikophon, Poll.); BjörckAlpha impurum 264 f. — Adverbia: 5. νεωστί neu, frisch, neulich (ion. att.) aus νέως + τι (Schwyzer 624). — 6. νεόθεν von neuem (S. OC 1447 [lyr.]). — Denominative Verba: 7. νεάζω. auch m. Präfix, z.B. ἀνα-, ἐκ-, ἐν-, ‘jung sein od. werden’ (Trag., Kom., Hdt., hell. u. sp.) mit ἐκνεασμός Erneuerung (Simp.); νεασμός Bestellung des Brachfeldes (Gp.), s. νεάω. — 8. νεόω neu machen (A. in lyr. u.a.), auch = νεάω (LXX, Poll.) mit νεώματα pl. bestellte Brachfelder (LXX). — 9. νεάω ein Brachfeld bestellen (Hes. Op. 462 usw.), vgl. lat. novālis (ager, terra) Brachfeld; daneben kommt Ableitung von νε(ι)ός Brachfeld (s.d.) ernst in Betracht. — 10. νεώσσω, -ττω neuern (Hdn., H.); vgl. Schwyzer 733. — 11. νεωτερίζω ‘neuern, (im Staatswesen) Neuerungen machen’ (att.) mit νεωτερισμός, -ισμα, -ισις, -ιστής, -ικός. — Zu νεανίας s. bes.; zur Bed. von νέος Porzig Sprachgesch. u. Wortbed. 343 ff.
Etymology: Als Erbwort ist νέος aus νέϝος (νεϝόστατος kypr.) mit heth. neu̯a-, aind. náva-, lat. novus, aksl. novъ, toch. B ñuwe, A ñu identisch: idg. *néuos neu. Daneben eine i̯o-Bildung in aind. návya-, germ., z.B. got. niujis, kelt., z.B. gall. Novio-dūnum, lit. naũjas. Auch νεῖος (nur A. R. 1, 125, Versanfang) könnte dazu stimmen; es ist aber offenbar nichts als ein metrisch gedehntes νέος. Eine alte r-Bildung ist νεαρός, die in arm. nor neu aus *neu̯erós o.a. ein Gegenstück hat; vgl. νηρός. Das denominative νεάω deckt sich mit lat. novāre und mit heth. neu̯aḫḫ- erneuern. Ebenso entsprechen einander νεότης und lat. novitās, νέαξ und ksl. novakъ Neuling; wenigstens in diesen beiden Fällen sind parallele Neubildungen anzunehmen. — WP. 2, 324, Pok. 769; weitere Einzelheiten mit reicher Lit. auch in den betreffenden Spezialwörterbüchern.
Page 2,306-307

Chinese

原文音譯:nšoj 尼哦士
詞類次數:形容詞(24)
原文字根:年輕 相當於: (אָבִיב‎) (נַעַר‎) (קָטָן‎ / קָטֹן‎)
字義溯源:新*,新鮮,新人,新的,小的,小,年少,年輕的,年青的,少年人,少年婦女,少年婦人,年幼的,。參讀 (ἄγναφος)同義字
同源字:1) (ἀνανεόομαι)更新 2) (νεανίας)青年人 3) (νεανίσκος)年輕人 4) (νέος)新 5) (νεοσσός / νοσσός)幼雛 6) (νεότης)新,青春 7) (νεόφυτος)新栽上的 8) (νεωτερικός)少年的 9) (νεομηνία / νουμηνία)新月之慶
出現次數:總共(23);太(2);可(2);路(7);約(1);徒(1);林前(1);西(1);提前(4);多(2);來(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 新(9) 太9:17; 太9:17; 可2:22; 可2:22; 路5:37; 路5:37; 路5:38; 林前5:7; 來12:24;
2) 少年人(3) 徒5:6; 提前5:1; 多2:6;
3) 年幼的(2) 路22:26; 彼前5:5;
4) 年青的(2) 提前5:11; 提前5:14;
5) 少年婦女(1) 提前5:2;
6) 少年婦人(1) 多2:4;
7) 新人(1) 西3:10;
8) 年少(1) 約21:18;
9) 新的(1) 路5:39;
10) 小的(1) 路15:12;
11) 小(1) 路15:13

English (Woodhouse)

blooming, new, novel, recent, strange, unfamiliar, unusual, young, of a child, of things befitting a youth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα νεϝ→ νέϝ-ος (Λατιν. novus).
Παράγωγα: νεάζω, νεαλής, νεανίας, νεανιεύομαι (=φέρνομαι νεανικά), νεανικός, νεᾶνις -ιδος (=παρθένα), νεανίσκος (=παλληκαράκι), νεαρός, νέατος (=τελευταῖος), νεάω (=ὀργώνω καινούργιο χωράφι), νεατός (=χωράφι πού μόλις καλλιεργήθηκε), νειός (=νέα γῆ), νειοποιῶ, νεοσσός, νεοσσιά, νεότης, νεοχμός, νεοχμῶ (=νεωτερίζω), νεόω (=ἀνανεώνω), νεωστί, νεώτερος, νεωτερίζω, νεωτερισμός, καί τά σύνθετα νεηθαλής νεοθηλής νεοθαλής, νέηλυς, νεοδαμώδης, νεόδμητος, νεολαία, νεοπαγής, Νεοπτόλεμος (=ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα, νέος πολεμιστής, ἐπειδή ἦρθε ἀργά στήν Τροία), νεότευκτος, νουμηνία. Ἴσως καί τό νεβρός (=ἐλαφάκι) (ἀπό τό νεαρός, συνηρ. νηρός, τό νηρόν ὕδωρ, τό νερό, ἄν δέν παράγεται ἀπό τό νάω), νεαίρετος, -ον (=αὐτός πού μόλις πιάστηκε, κυριεύτηκε), νεηκονής, -ές (ἀκόνη) (=κοφτερός), νεήλατος, -ον (ἐλαύνω) (=νεοαλεσμένος), νεήφατος, -ον (=αὐτός πού μόλις ἐκφωνήθηκε), νεοαρδής, -ές (=αὐτός πού μόλις ποτίστηκε), νεόγυιος, -ον (γυῖον) (=νέος), νεόδροπος, -ον καί νεοζυγής καί νεόζυγος καί νεόζυξ (=αὐτός πού μόλις παντρεύτηκε), νεοθήξ (-ῆγος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού μόλις ἀκονίστηκε), νέοικος, -ον (=νέος πολίτης), νεοκηδής, -ές (κῆδος) (=αὐτός πού ἔχει πρόσφατο πένθος), νεόκμητος, -ον (=αὐτός πού πρόσφατα σφάχτηκε), νεόκοτος, -ον (παράδοξος), νεοκράς (-ᾶτος), ὁ, ἡ (κεράννυμι) (=αὐτός πού μόλις ἀναμείχτηκε), νεόπριστος, -ον (=αὐτός πού μόλις πριονίστηκε) νεόρραντος, -ον (ραίνω) (=αὐτός πού πρόσφατα χύθηκε), νεοσπαδής, -ές (σπάω) καί νεοσπάς (-άδος), ὁ, ἡ (=αὐτός πού μόλις ἀποκόπηκε), νεόρρυτος, -ον (ρύω) (=αὐτός πού μόλις σύρθηκε), νεοτελής, -ές (=αὐτός πού μόλις μυήθηκε), νεότευκτος, -ον καί νεοτευχής, -ές (τεύχω), (=αὐτός πού μόλις κατασκευάστηκε), νεότοκος, -ον (τίκτω) (=πού μόλις γεννήθηκε), νεοτόκος, ἡ (=πού πρίν ἀπό λίγο γέννησε), νεώνητος, -ον (ὠνέομαι) (=πού μόλις ἀγοράστηκε), νεώρης, -ες (ὥρα) (=νέος, πρόσφατος), νέωτα, ἐπίρρ. (ἔτος) (=τόν ἑπόμενο χρόνο).

Léxico de magia

-ον 1 joven de dioses νεώτατε, ἄνομε, ἀνίλαστε, ἀλιτάνευτε jovencísimo, ingobernable, despiadado, inexorable P IV 1775 Helios χαῖρε, Ἥλιε· ... σὺ εἶ ὁ νέος, εὐγενής, ἔγγονος ὁ τοῦ ἁγίου ναοῦ te saludo, Helios, tú eres el joven, noble, descendiente del sagrado templo P VII 516 Selene ἐλθέ μοι, ..., νυκτὸς ἄγαλμα, νέα ven a mí, adorno de la noche, joven P IV 2789 2 nuevo ref. a frutos παραθήσεις δὲ αὐτῷ παντοῖα γένη καρπῶν νέων πόπανά τε ζʹ pondrás junto a él toda clase de frutos nuevos y siete pasteles P XII 21

Lexicon Thucydideum

novus, new, strange, 5.50.4,
COMP. 1.132.5, 2.6.2, 4.51.1, 4.55.1, 6.27.3, 7.86.4, 8.92.2,
iuvenis, young, 1.107.2, 1.132.1, 2.39.1, 5.43.2, 6.18.6, 6.18.66.39.2,
COMP. 1.42.1, 1.72.1, 2.21.2, 3.26.2, 4.92.7, 5.50.3, 5.64.3, 5.75.1, 6.12.2, 6.12.26.28.1, 6.38.5, 6.55.2, 7.29.4, 8.65.2,
SUP. 1.105.5, 2.13.7, 4.125.3, [νεώτατα vid. see νεωστί.]

Translations

young

Abkhaz: ақуҧш; Afrikaans: jonk; Ainu: ペウレ; Albanian: ri; Arabic: صَغِير‎, حَدَث‎, شَابّ‎, صَغِير اَلسِّنّ‎; Egyptian Arabic: شب‎, صغير‎; South Levantine Arabic: زغير‎; Aragonese: choven; Armenian: երիտասարդ; Aromanian: tinir; Assamese: ডেকা; Asturian: xoven; Azerbaijani: gənc, cavan; Balinese: muda, nguda; Baluchi: جوان‎; Bashkir: йәш; Basque: gazte; Belarusian: малады, юны; Bengali: যুবক, যুবতী, তরুণ, জোয়ান; Breton: yaouank; Brunei Malay: muda; Bulgarian: млад; Burmese: ငယ်; Catalan: jove; Chamicuro: shac̈hullo; Chechen: къона, жима; Chinese Cantonese: 年輕, 年轻; Dungan: нянчин; Hakka: 年輕, 年轻; Mandarin: 年輕, 年轻; Min Dong: 年輕, 年轻; Min Nan: 年輕, 年轻; Wu: 年輕, 年轻; Chuvash: ҫамрӑк; Cornish: yowynk; Crimean Tatar: yaş, genç; Czech: mladý; Dalmatian: jaun; Danish: ung; Dutch: jong, jeugdig; Esperanto: juna; Estonian: noor; Evenki: илмакта; Faroese: ungur; Finnish: nuori; French: jeune; Old French: jovene, juene; Friulian: zovin, ğovin; Galician: xove; Georgian: ახალგაზრდა; German: jung, jugendlich; Pennsylvania German: jung; Gothic: 𐌾𐌿𐌲𐌲𐍃; Greek: νεαρός, άπλερος; Ancient Greek: νέος; Gujarati: યુવાન; Haitian Creole: jèn; Hebrew: צָעִיר‎; Higaonon: mangohod; Hindi: जवान; Hungarian: fiatal, ifjú; Icelandic: ungur; Ido: yuna; Inari Sami: nuorâ; Indonesian: muda; Ingrian: noor; Ingush: къона; Interlingua: juvene; Irish: óg; Istriot: xuvena; Italian: giovane; Japanese: 若い; Javanese: enom, nom, nèm, timur; Kannada: ತರುಣ; Karachay-Balkar: жаш; Karakhanid: ياشْ‎; Kashubian: młodi; Kazakh: жас; Khmer: ក្មេង; Khmu: ຫນຶມ; Korean: 어리다, 젊다; Kumyk: яш; Kurdish Central Kurdish: گەنج‎; Northern Kurdish: ciwan, xort; Kyrgyz: жаш; Ladino: mansevo, djoven, chiko; Lao: ຍຸພະ; Latgalian: jauns; Latin: iuvenis, puer, puella, adolescens; Latvian: jauns; Laz: biç̌i, bozo; Lithuanian: jaunas; Lombard: giovin, giuin, gioven, giovena; Louisiana Creole French: jènn; Luxembourgish: jonk; Macedonian: млад; Maguindanao: manguda; Malay: muda; Malayalam: ഇളയതായ; Maltese: żagħżugħ, żagħżugħa, żgħażagħ; Manchu: ᠠᠰᡳᡥᠠᠨ; Manx: aeg; Maori: taitamariki; Maranao: mangoda, moda; Marathi: तरुण; Mingrelian: ახალგაზდა; Mongolian: залуу; Mòcheno: jung; Nanai: наондёан; Nepali: तन्नेरी, तरुण, जवान; Nganasan: нумәә; Norman: janne; Norwegian: ung; Occitan: jove; Okinawan: 若さん; Old Church Slavonic Cyrillic: младъ; Glagolitic: ⰿⰾⰰⰴⱏ; Old East Slavic: молодъ; Old English: geong; Old Javanese: nguḍa, nwam; Old Norse: ungr; Old Saxon: giung, jung; Old Turkic: 𐰖𐰀𐰽‎; Ossetian: ӕрыгон, ӕвзонг; Pashto: ځوان‎; Persian: جوان‎; Plautdietsch: junk; Polish: młody; Portuguese: jovem; Quechua: wamra, wayna; Romani: terno; Romanian: tânăr, june; Romansch: giuven; Russian: молодой, юный, младой; Rusyn: молодый; Sanskrit: युवन्, कनीन; Sardinian: giovanu; Scots: yung; Scottish Gaelic: òg; Serbo-Croatian Cyrillic: мла̑д; Roman: mlȃd; Sicilian: giùvini; Silesian: mody; Sindhi: جوان‎; Sinhalese: තරුණ; Skolt Sami: nuõrr; Slovak: mladý; Slovene: mlád; Sorbian Lower Sorbian: młody; Upper Sorbian: młody; Spanish: joven; Sundanese: anom; Swahili: -changa, -dogo; Swedish: ung; Tagalog: bata; Tajik: ҷавон; Tamil: இளைய, இளம்; Tatar: яшь; Telugu: యువ; Thai: เด็ก, หนุ่ม, สาว; Tibetan: གཞོན་ནུ; Tofa: ниит; Turkish: genç; Turkmen: ýaş; Ugaritic: 𐎕𐎙𐎗; Ukrainian: молодий, юний; Urdu: جوان‎; Uyghur: ياش‎; Uzbek: yosh; Venetian: xovane; Vietnamese: trẻ, non; Vilamovian: jong; Votic: noori; Welsh: ieuanc, ifanc; West Frisian: jong; White Hmong: hluas; Yiddish: יונג‎; Zazaki: ciwan; Zhuang: coz, nomj

new

Abkhaz: аҿыц; Afrikaans: nuwe, nuut; Ahom: 𑜉𑜧, 𑜉𑜨𑜧; Ainu: アシㇼ; Akan: foforo; Aklanon: bag-o; Albanian: ri; Amharic: አዲስ; Andi: цӏив; Arabic: جَدِيد‎, حَدِيث‎; Egyptian Arabic: جديد‎; Hijazi Arabic: جَديد‎; Moroccan Arabic: جديد‎; South Levantine Arabic: جديد‎; Aragonese: nuevo; Argobba: ሐጅስ; Armenian: նոր; Aromanian: nou, nãu, não; Ashkun: nuŋa; Assamese: নতুন; Assyrian Neo-Aramaic: ܚܲܕܬܵܐ‎, ܬܵܙܵܐ‎; Asturian: nuevu; Avar: цӏияб; Azerbaijani: yeni, təzə; Balinese: anyar; Bashkir: яңы; Basque: berri; Bau Bidayuh: bauh; Belarusian: новы; Bengali: নয়া, নতুন; Bouyei: mos; Breton: nevez; Brunei Malay: baru; Bulgarian: нов; Burmese: သစ်; Buryat: шэнэ; Catalan: nou; Cebuano: bag-o; Central Melanau: baou; Chamicuro: peswatalo; Chechen: керла, цӏина; Cherokee: ᎢᏤᎢ; Chinese Cantonese: 新; Dungan: щин; Gan: 新; Hakka: 新; Jin: 新; Mandarin: 新; Min Bei: 新; Min Dong: 新; Min Nan: 新; Wu: 新; Xiang: 新; Chuvash: ҫӗнӗ; Cornish: nowydh; Crimean Tatar: yeñi; Czech: nový; Dalmatian: nuf; Danish: ny, frisk; Daur: shingken; Dongxiang: shini; Dutch: nieuw, jong; Erzya: од; Esperanto: nova; Estonian: uus; Evenki: омакта; Extremaduran: nuevu; Faroese: nýggjur; Fijian: vou; Finnish: uusi; Franco-Provençal: nôvo, novél; French: nouveau, nouvel, neuf; Friulian: gnûf, gnûv; Gagauz: eni; Galician: novo; Ge'ez: ሐዲስ; Georgian: ახალი; German: neu; Bavarian: nei; Alemannic German: nöi; Rhine Franconian: nai; Gilbertese: bou; Gorontalo: bohu; Gothic: 𐌽𐌹𐌿𐌾𐌹𐍃; Greek: νέος, καινούργιος; Ancient Greek: νέος, καινός; Gujarati: નવું; Haitian Creole: nèf; Hausa: sabo; Hawaiian: hou; Hebrew: חָדָשׁ‎; Higaonon: bag-o; Hiligaynon: bag-o; Hindi: नया, नवीन, नव, नूतन, नव्य, नवा, ताज़ा; Hittite: 𒉋𒀸; Hungarian: új; Icelandic: nýr; Ido: nova; Ilocano: baro; Inari Sami: uđđâ; Indonesian: baru, baharu; Ingush: керда; Interlingua: nove; Inuktitut Inuttut: nutâk; South Baffin: ᓄᑖᖅ; Iranun: bagu; Irish: nua, úr; Isnag: baxo; Istriot: nuo; Italian: nuovo; Japanese: 新しい, 新; Javanese: anyar; Jingpho: nnan; Kabuverdianu: nobu; Kalmyk: шин; Kamkata-viri: nuĩ; Kannada: ಹೊಸ; Kapampangan: bayu; Karakalpak: jan'a; Kashubian: nowi; Kazakh: жаңа; Khakas: наа; Khmer: ថ្មី; Kikai: 新ーさい; Kinaray-a: bag-o; Korean: 새롭다, 새, 신(新), 뉴; Koryak: нытуйӄин; Krio: nyu; Kumyk: янгы; Kunigami: 新ーせん; Kurdish Central Kurdish: نوێ‎, تازە‎; Northern Kurdish: nû; Kyrgyz: жаңы; Ladin: nuef; Ladino: muevo, nuevo; Lao: ໃໝ່; Latgalian: jauns, napasenejs; Latin: novus, novellus; Latvian: jauns; Lezgi: цӏийи; Lithuanian: naujas; Livonian: ūž; Lombard: nöff, nœuv; Louisiana Creole French: nouvo, nouvèl, nèf; Low German: nee; Lü: ᦺᦖᧈ; Lule Sami: ådå; Luxembourgish: nei; Macedonian: нов; Malay: baru, baharu; Malayalam: പുതിയ, പുതിയത്; Maltese: ġdid; Manchu: ᡳᠴᡝ; Manggarai: weru; Manx: noa, oor; Maori: hōu; Maranao: bego; Mari: у; Mauritian Creole: nef; Middle English: newe; Middle Persian: nēw; Minangkabau: baharu; Mirandese: nuobo; Miyako: 新; Mongolian: шинэ; Mongolian: ᠰᠢᠨ᠎ᠡ; Nahuatl: yancuic; Navajo: ániid, ániidí; Neapolitan: nuovo; Nepali: नयाँ; Nivkh: ч'уздь; Norman: nouvieau; North Frisian: nei; Northern Amami-Oshima: 新ーさり; Northern Sami: ođas; Norwegian: ny; Occitan: nòu; Oki-No-Erabu: 新ーさん; Okinawan: 新ーさん; Old Church Slavonic Cyrillic: новъ; Glagolitic: ⱀⱁⰲⱏ; Old East Slavic: новъ; Old English: nīewe; Old Javanese: hañar; Old Persian Oriya: ନୂତନ; Oromo: haaraa; Oscan: 𐌍𐌞; Ossetian: нӕуӕг, ног; Pangasinan: balo; Papiamentu: nobo; Pashto: نوی‎; Persian: نو‎, تازه‎, جدید‎; Piedmontese: neuv; Pite Sami: årrå; Plautdietsch: nie; Polish: nowy; Portuguese: novo; Prasuni: unū̃; Punjabi: ਨਵਾਂ; Quechua: musog, muşog, musuq; Rapa Nui: ho'ou; Romagnol: növ; Romani: nevo; Romanian: nou; Romansch: nov, niev, nouv; Russian: новый; Rusyn: новый; Samoan: fou; Samogitian: naus; Sanskrit: नव; Sardinian: nobu, nou, novu; Campidanese: nou; Saterland Frisian: näi; Scottish Gaelic: ùr, nuadh; Serbo-Croatian Cyrillic: но̏в; Roman: nȍv; Seychellois Creole: nef, nouvo; Shan: မႂ်ႇ; Sherpa: གསམ་པ; Shor: наа; Sicilian: novu; Sidamo: haro; Silesian: nowy; Sindhi: نئون‎; Sinhalese: අලුත්, නව; Skolt Sami: ođđ; Slovak: nový; Slovene: nȍv; Somali: cusub; Sorbian Lower Sorbian: nowy; Upper Sorbian: nowy; Southern Altai: јаҥы; Southern Sami: orre; Spanish: nuevo; Sranan Tongo: nyun; Sundanese: weuteuh, anyar; Swahili: -pya; Swedish: ny; Tabasaran: цӏийн, таза; Tagalog: bago; Tahitian: 'āpī, hou; Tai Dam: ꪻꪢ꪿; Tai Nüa: ᥛᥬᥱ; Tajik: нав, ҷадид; Tamil: புதிய; Tarantino: nuève; Tatar: яңа; Tausug: bagu; Telugu: కొత్త, క్రొత్త, నవ్యము; Ter Sami: ott; Tetum: foun; Thai: ใหม่, สด; Tibetan: གསར་པ; Tigrinya: ሓድሽ; Tocharian A: ñu; Tocharian B: ñuwe; Toku-No-Shima: 新ーさい; Turkish: yeni; Turkmen: täze, ýaňy; Tuvan: чаа; Udmurt: выль; Ugaritic: 𐎈𐎄𐎘; Ukrainian: новий; Ume Sami: ođđe; Urdu: نیا‎; Uyghur: يېڭى‎; Uzbek: yangi; Venetian: novo, nóvo; Veps: uz'; Vietnamese: mới; Volapük: nulik; Võro: vahtsõnõ; Waigali: nuŋa; Walloon: novea; Waray-Waray: bag-o; Welsh: newydd; West Frisian: nij; Western Bukidnon Manobo: beɣu; Written Yaeyama: 新ーさん; Yagnobi: нава; Yakut: саҥа; Yámana: yarma; Yiddish: נײַ‎; Yonaguni: 新ーん; Yoron: 新ーさん; Zazaki: newe; Zealandic: nieuw; Zhuang: moq; Zulu: sha