περίπτωσις

Revision as of 12:05, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ,

   A encountering, falling into the earth's shadow, Cleom.2.6.    II = foreg., S.E.P.1.144(pl.), Hld.6.14, etc. ; ἀπὸ περιπτώσεως S.E.M.1.25.    III experience, ξυγκαταινέω… τὸν λογισμόν, ἤνπερ ἐκ περιπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχήν Hp.Praec.1 ; οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plu.2.918ctit. ; ἄλογος τριβὴ καὶ π. ib.44oa ; κατὰ περίπτωσιν ἐγνωσμένον Stoic.2.29, al., cf. Phld.Rh.2.164S., Diog.Oen.10 (pl.).

German (Pape)

[Seite 589] ἡ, Zufall, Ereigniß, Gelegenheit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περίπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, τυχαῖον συμβάν, περιστατικόν, Ἡλιόδ. 6. 14, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 144, κτλ.· ἀπὸ περιπτώσεως, κατὰ περίπτωσιν ὁ αὐτ. π. Μ. 1. 25., 11. 252· ― παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγραφ., ἐπὶ νόσων θεραπευομένων ἐμπειρικῶς, καταινέω... τὸν λογισμόν, ἐάν περ ἐκ περριπτώσιος ποιέηται τὴν ἀρχὴν Ἱππ. 26. 1· φιλοσοφία κατὰ π. ἐπήβολος τῆς ἀληθείας Κλήμ. Ἀλ. 366· οὔτε πεῖρα οὔτε π. Πλούτ. 2. 948C, πρβλ. 440Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
conjoncture, accident.
Étymologie: περιπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

περίπτωσις: εως ἡ случайность (ἄλογος τριβὴ καὶ π. Plut.): οὔτε πεῖρα οὔτε π. Plut. ни опыт, ни случайность; ἀπὸ περιπτώσεως Sext. стечением обстоятельств, случайно.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίπτωσις -εως, ἡ [περιπίπτω] ervaring.