ἠλιθιότης

Revision as of 12:20, 21 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A folly, silliness, stupidity, Cratin.188, Pl.R.560d, al., Phld.Rh.1.249 S., etc.; γνώμης Them.Or.1.11d.

German (Pape)

[Seite 1161] ητος, ἡ, Thorheit, Einfalt; Plat. Rep. VIII, 560 d; καὶ ἡ ἐσχάτη ἄνοια Theaet. 176 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος, ἡ, μωρία, ἀνοησία, Κρατῖν, Πυτ. 9, Πλάτ. Πολ. 560D κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
stupidité.
Étymologie: ἠλίθιος.

Greek Monotonic

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος, ἡ, μωρία, ανοησία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐθιότης: ἠλῐθιότητος ἡ безрассудство, глупость Plat.

Middle Liddell

ἠλῐθιότης, ἠλῐθιότητος, [from ἠλίθιος
folly, silliness, Plat.