Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
η (Α ἀνοησία)η ιδιότητα του ανόητου, βλακεία, απερισκεψίανεοελλ.συνεκδ. ανόητη πράξη ή λόγοςαρχ.το ακατάληπτο, το ακατανόητο.