Ἡσίοδος

Revision as of 16:31, 21 September 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ, Hesiod, Pi.I.6(5).67, etc.; Aeol. Αἰσ-EM452.37:— Adj. Ἡσιόδειος, α, ον, Pl.Lg.658d, Plu.2.657d.

Greek (Liddell-Scott)

Ἡσίοδος: ὁ, ἐν Βοιωτ. ἐπιγραφ. Εἱσίοδος, ἴδε Ahr. D. D. σ. 152.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Hésiode, poète grec.

English (Slater)

Ἡσῐοδος the poet. Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (cf. Hes., Op. 412, μελέτη δέ τε ἔργον ὀφέλλει) (I. 6.67)

Russian (Dvoretsky)

Ἡσίοδος: ὁ Гесиод (родом из Аскры в Беотии, эпический поэт IX в. до н. э., автор Ἔργα καὶ Ἡμέραι, Θεογονία, Ἀσπὶς Ἡρακλέους и др.).