ἱμανήθρη
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,= ἱμονιά, Herod.5.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμανήθρη: (ἱμονήθρη Rutherfoed), ἡ, = ἱμονιά, τὴν ἱμανήθρην τοῦ κάδου ταχέως λῦσον Ἡρώνδ. Μιμίαμβ. 5. 11.
Greek Monolingual
ἱμανήθρη, ἡ (Α)
ιμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ιμάς, -άντος (βλ. ιμάντας) και προέρχεται πιθ. από ἱμανῶ < ἵμων (πρβλ. ιμονιά). Εμφανίζει επίθημα -η-θρα (< επίθημα -θρον / -θρα παρεκτεταμένο με -η-), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: well-rope (Herod. 5, 11).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like κολυμβήθρα (: κολυμβάω), ἀλινδήθρα (: ἀλινδέω, ἀλίνδω) a. o. (Schwyzer 533, Chantr. Form. 373f.), so from a verb *ἱμανάω (Bechtel Dial. 3, 304) or *ἱμαίνω; s. on ἱμάς (esp. ἱμονιά).