ματίς

Revision as of 13:40, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

Greek (Liddell-Scott)

ματίς: «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ματίς (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας, ἐπὶ τοῦ βασιλέως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. εσφαλμένη. Εκφράζονται αμφιβολίες αν πρόκειται για ελλ. λέξη
τήν συνδέουν με κελτ. τ. (πρβλ. αρχ. ιρλδ. maith «ωραίος», < măti-)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: μέγας. τινες ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Fick 2, 199 doubting compared with Celtic words for good, e.g. OIr. maith (PCelt. *mati-); see WP. 2, 221. Whether the word is indeed Greek, remains doubtful.

Frisk Etymology German

ματίς: {matís}
Meaning: μέγας. τινὲς ἐπὶ τοῦ βασιλέως H.
Etymology : Von Fick 2, 199 zögernd mit keltischen Wörtern für gut, z.B. air. maith (urkelt. *măti-) verglichen; dazu WP. 2, 221. Ob das Wort überhaupt griechisch ist, bleibt ja fraglich.
Page 2,185