Πατρεύς

Revision as of 08:56, 7 October 2019 by Spiros (talk | contribs)

English

Patraean, man of Patrae, man of Patras

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ Πάτραι
ο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.

Russian (Dvoretsky)

Πατρεύς: έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.