Patraean, man of Patrae, man of Patras
ο, ΝΜΑ Πάτραιο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.
Πατρεύς: έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.