Patraean

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek

Πατρεύς (Patraean, man of Patrae, man of Patras)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ Πάτραι
ο μόνιμος κάτοικος ή ο καταγόμενος από την Πάτρα.

Russian (Dvoretsky)

Πατρεύς: έως adj. m (acc. pl. Πατρέας, поздн. Πατρεῖς) патрский, патрейский Thuc., Plut.