любовный
Russian > Greek
παιδικός, φιλοτήσιος, φιλοτάσιος, ἐρωτικός, κυπρίδιος, ἀφροδισιαστικός, σύγκοιτος, ἀφροδισιακός, ἀφροδίσιος, ἑταιρεῖος
παιδικός, φιλοτήσιος, φιλοτάσιος, ἐρωτικός, κυπρίδιος, ἀφροδισιαστικός, σύγκοιτος, ἀφροδισιακός, ἀφροδίσιος, ἑταιρεῖος