σύγκοιτος
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A bedfellow, Com.Adesp.1203.7, LXX Mi.7.5, AP5.151, 190 (both Mel.), MAMA1.301 (Phrygia): metaph., σ. γλυκὺν ὕπνον Pi.P.9.23; ἡ κακία σ. ὀδυνηρά Plu.2.100f.
II as adjective, of or for sexual intercourse, φίλτρα AP5.195 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 968] Bettgenosse; ὕπνον, σύγκοιτον γλυκύν, Pind. P. 9, 23; Ar. bei Poll. 6, 158; sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
compagnon de lit ; ἡ σύγκοιτος épouse.
Étymologie: σύν, κοίτη.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις², εὐνήτειρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκοιτος -ον [σύν, κοιτή] met wie (iem.) het bed deelt, het bed delend; bedgenoot. van liefdesmiddeltjes die leiden tot seks. AP 5.196.1.
Russian (Dvoretsky)
σύγκοιτος:
1 любовный (φίλτρα Anth.);
2 сопутствующий (и) на ложе (δάκρυα Anth.).
II ὁ и ἡ разделяющий ложе Pind., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σύγκοιτος: ὁ, ἡ, σύνευνος, μέτοχος τῆς αὐτῆς κοίτης, Κωμικ. ἀνώνυμ. 305, Ἀνθολ. Π. 5. 152, 191, κτλ.· μεταφορ., ὕπνον σ. γλυκὺν Πινδ. Π. 9. 42· ἡ κακία σ. ὀδυνηρὰ Πλούτ. 2. 100F. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σαρκικὴν μῖξιν, φίλτρα Ἀνθ. Π. 5. 196.
English (Slater)
σύγκοιτος bed companion met. τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (P. 9.23)
Greek Monolingual
-ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, -ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α
1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος
2. (το ουδ.) σύγκοιτον
αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα Κύπρις ἔδωκεν ἔχειν», Ανθ. Παλ.)
3. μτφ. σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κοιτος (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. κατά-κοιτος].
Greek Monotonic
σύγκοιτος: ὁ, ἡ (κοίτη), σύντροφος στο κρεβάτι, ερωτικός σύντροφος, σε Πίνδ.