душить
Russian > Greek
πνίγω, συμπνίγω, καταθλίβω, ἀποστραγγαλίζω, διάγχω, στραγγαλάω, τραχηλίζω, ἀποσφραίνω, κατάγχω, σφίγγω, ἄγχω, ἀπάγχω
πνίγω, συμπνίγω, καταθλίβω, ἀποστραγγαλίζω, διάγχω, στραγγαλάω, τραχηλίζω, ἀποσφραίνω, κατάγχω, σφίγγω, ἄγχω, ἀπάγχω