ἀποστραγγαλίζω
English (LSJ)
kill by strangling, D.S.14.12, Str.17.1.11.
Spanish (DGE)
matar por estrangulamiento, estrangular τριάκοντα ... συνήρπασε καὶ περιθεὶς κάλων ἀπεστραγγάλισε D.S.14.12, cf. Str.17.1.11.
German (Pape)
erdrosseln, DS. 14.12; Strab.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστραγγᾰλίζω: душить, удавливать Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστραγγαλίζω: φονεύω διὰ στραγγαλισμοῦ, πνίγω, τριάκοντα συνήρπασε καὶ περιθεὶς κάλων ἀπεστραγγάλισε Διόδ. 14. 12, Στράβ. 796.
Greek Monolingual
ἀποστραγγαλίζω (Α)
φονεύω κάποιον με στραγγαλισμό, πνίγω.